που μπορεί να ξυπνήσει μια μέρα νεοσυντηρητικός, αλλά κι
ο πρώην υπερρεαλιστής, νεοπαραδοσιακός.
Νάνος Βαλαωρίτης, “Η κοινωνία του γραπτού θεάματος” (1975)
Οφείλουμε να τονίσουμε κατηγορηματικά προς κάθε κακόπιστο ή μη ενδιαφερόμενο ότι η ενασχόληση μας με τον υπερρεαλισμό δεν υποκρύπτει ουδεμία φιλοδοξία αναγνώρισής μας από τον “πνευματικό” χώρο της ημεδαπής κατεστημένης κουλτούρας. Γνωρίζαμε εξ αρχής την εχθρική του στάση προς τον υπερρεαλισμό και όχι μόνο δεν τρέφαμε αυταπάτες για την αντιμετώπιση που θα μας επεφύλασσε (δηλ. την πλήρη αγνόηση) αλλά ουδέποτε την θεωρήσαμε ως οτιδήποτε άλλο από αυτονόητη. Το πόσο αυτό μας επηρέασε στην εν γένει συμπεριφορά μας είναι ένα ερώτημα που δεν αξίζει καν να τίθεται. Το να εγκαλούμεθα όμως με όρους λογοτεχνικής ταξινόμησης για το εγχείρημά μας να προβούμε στην ίδρυση υπερρεαλιστικής ομάδας στην Αθήνα, από έναν άνθρωπο που για ικανό τμήμα του βίου του συνέδεσε το όνομά του με την εγχώρια και διεθνή υπερρεαλιστική σκέψη και έκφραση, χρήζει απάντησης αν μη τι άλλο ως προσβολή στη νοημοσύνη μας. Όταν μάλιστα ο εν λόγω πνευματικός ταγός κρίνει σκόπιμο να κλείσει τη συλλογή δοκιμίων στην οποία ισχυρίζεται ότι συνοψίζει τη σκέψη του για τον υπερρεαλισμό με δύο κείμενα όπου οι απαξιωτικές αναφορές στην ομάδα επανέρχονται πεισματικά, με τις πλέον υποτυπώδεις αφορμές, η προκύπτουσα αφήγηση (ο ένδοξος πλην ασφαλής “ιστορικός υπερρεαλισμός” εν αντιθέσει με μιαν επίπλαστη εικόνα φθοράς και παρακμής η οποία όλως τυχαίως συμπίπτει με μια δραστηριότητα ξένη προς την ατομική σφαίρα επιρροής του δοκιμιογράφου) φαίνεται να βάζει στα στόματα μη ερωτηθέντων νεκρών την ίδια εκείνη φράση (“μετά από μένα το χάος…”) που ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να ψιθυρίζει συχνά ενώπιον του αρκετά θολού πλέον, φοβούμεθα, καθρέπτη του.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης μπορεί πλέον να έχει αναθεωρήσει πλήρως τις απόψεις του και να περιορίζει τον υπερρεαλισμό σε συγκεκριμένα χωροχρονικά πλαίσια, υποστηρίζοντας την οριστική του λήξη ως ιστορικού κινήματος, ο ίδιος όμως είχε συνεργασθεί με δύο από τα περιοδικά όργανα της πρωτοβουλίας όσων υπερρεαλιστών αρνήθηκαν τη διάλυση της παρισινής υπερρεαλιστικής ομάδας στην οποία προέβη το 1969 ο Jean Schuster υπό το βάρος ενός προσωπικού αδιεξόδου. Εννοούμε βέβαια τα περιοδικά BLS (1970-1976) και Surréalisme (1977) της ομάδας που συσπειρώθηκε γύρω από τον Vincent Bounoure, κανένα από τα μέλη της οποίας ωστόσο δεν πέθανε την δεκαετία 1970-80 όπως αναληθώς ισχυρίζεται ο Νάνος Βαλαωρίτης. Οι Vincent Bounoure, Robert Benayoun και Jean-Louis Bédouin πέθαναν το 1996 (αν και η αποχώρηση του τελευταίου από την ομάδα περί τα τέλη της προαναφερθείσας δεκαετίας θα παρείχε ένα θαυμάσιο επιχείρημα σε προσεκτικότερους επίδοξους ληξίαρχους, ελλείψει ίσως άλλης μάταιης ενασχόλησης), ενώ οι Michel Zimbacca, Jorge Camacho και Aurélien Dauguet φροντίζουν να παραμένουν ζωντανοί. Άμεση μετεξέλιξη εκείνης της ομάδας είναι η σημερινή Παρισινή Ομάδα του Υπερρεαλιστικού Κινήματος (GPMS) η οποία, εμπλουτισμένη και με νεότερα μέλη, δραστηριοποιείται αδιαλείπτως από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα, εκδίδοντας το περιοδικό SURR…
Ας μην βιαστούμε ωστόσο να κατηγορήσουμε τον κατήγορό μας για ασυνέπεια, αφού εδώ κρύβεται μια κατά τα φαινόμενα κρίσιμη διαφορά: το γεγονός ότι τα νεότερα αυτά μέλη δεν γνώρισαν λόγω ηλικίας τον André Breton τους αφαιρεί αυτομάτως, κατά τον Νάνο Βαλαωρίτη, το δικαίωμα να ανήκουν σε υπερρεαλιστική ομάδα. Η άποψη αυτή ασφαλώς αδυνατεί να διασαφηνίσει το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο αναγκαία συνθήκη για να θεωρεί κανείς εαυτόν υπερρεαλιστή είναι η προηγηθείσα γνωριμία του με τον Breton —όπως επίσης αδυνατεί να διευκρινίσει το αν λ.χ. η επιθυμία ριζικής αλλαγής της ανθρώπινης κατάστασης που χαρακτηρίζει εν γένει τους υπερρεαλιστές προηγείται κατά τι ή έπεται της στιγμής της γνωριμίας τους με αυτό το προφανώς υπερφυσικό (αλλά και βολικά νεκρό) ον. Το κατά πόσον ένα άτομο άξιο να προσδιορίζεται ως υπερρεαλιστής είναι δυνατόν να πιστεύει σε κάποια απονομή χρίσματος ή κληρονομική διαδοχή είναι περιττό να απαντηθεί. Όσο για το πόσο λίγα πράγματα για τον υπερρεαλισμό φαίνεται να έχει καταλάβει ο Νάνος Βαλαωρίτης από τη συναναστροφή του τόσο με τον André Breton όσο και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, έχουμε τη βάσιμη υποψία ότι μάλλον εθελουσίως επέλεξε να τα ξεχάσει. Πάντως, το πρώτο που θα έπρεπε να φροντίσει να μην λησμονεί είναι ότι ο υπερρεαλισμός δεν μπορεί να προσωποποιείται, μη όντας κάποια καλλιτεχνική σχολή που κλείνει όταν ο “ιδρυτής” της κάποτε αναπόφευκτα αποδημήσει χωρίς να έχει ορίσει άξιους διαδόχους.
Αν, κατά την εποχή του περιοδικού Πάλι, ο Νάνος Βαλαωρίτης εξισορροπούσε μια κάποια αδυναμία συστηματοποίησης και διάδοσης του υπερρεαλιστικού δυναμικού με εμβριθείς αποφάνσεις περί της ποιητικής λειτουργίας ως περιπετειώδους αναδίφησης της ψυχικής ενδοχώρας, πλέον εμφανίζεται να αντιλαμβάνεται τον υπερρεαλισμό αποκλειστικά στο επίπεδο της εξατομικευμένης καλλιτεχνικής έκφρασης, ωσάν να επρόκειτο απλώς και μόνο για μία από τις πολυάριθμες λογοτεχνικές ή εικαστικές τάσεις που έχουν εμφανισθεί κατά τους τελευταίους δύο αιώνες. Σπεύδοντας να χαρακτηρίσει κάθε συλλογική δραστηριότητα που επιχειρεί να προβεί σε ένα στάδιο συστηματικότερης συλλογικής διερεύνησης και αμεσότερης βίωσης των υπερρεαλιστικών φαινομένων ως επαναληπτική και παρωχημένη, δεν μας εξηγεί ωστόσο με πειστικά και προπάντων συνεπή επιχειρήματα ποια διάδοχη κατάσταση έχει υπερβεί τον υπερρεαλισμό και ξεπεράσει τις κατακτήσεις του. Υιοθετώντας εντελώς ακαδημαϊκούς όρους (την ίδια στιγμή που σπεύδει να απορρίψει ως “ακαδημαϊκή” κάθε άποψη που δεν συνάδει απολύτως με τις όποιες διακυμάνσεις της σκέψης του) περιχαρακώνει τον υπερρεαλισμό μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια —αυτά της ζωής του Breton— αρνούμενος σε οποιαδήποτε ομάδα νεότερων από εκείνον ανθρώπων το δικαίωμα να τείνουν ευήκοον ους προς την υπερρεαλιστική φωνή, που εξακολουθεί να κηρύττει, μέσα από τις ελάχιστα γοτθικές, φευ, καταιγίδες της γενικευμένης ηλιθιότητας και της μεταμοντερνιστικής χλιαρότητας, τα επαναστατικά μηνύματα της απελευθέρωσης του πνεύματος και της ζωής από κάθε ηθικό, ιδεολογικό και υλικό καταναγκασμό.
Περιχαρακώνει επίσης ο Νάνος Βαλαωρίτης την κάθε μορφή υπερρεαλιστικής έκφρασης στην Ελλάδα μέσα στο δοκιμασμένο σχήμα μιας “τάσης” που δεν κατόρθωσε, άγνωστο γιατί, να αποκτήσει το χαρακτήρα κινήματος, αλλά που αποτελεί θέσφατο και κατά τα φαινόμενα οφείλει αφ’ ενός να βρίσκεται υπεράνω πάσης αμφισβήτησης και αφ’ ετέρου να απαγορεύει, υπό την ιδιότητα του ιστορικού προηγουμένου, κάθε νεότερη εγχώρια υπερρεαλιστική δράση. Την ίδια στιγμή που επιστρατεύει ακόμη και το παράδειγμα των καταστασιακών για να αντικρούσει τη συνέχιση του υπερρεαλιστικού κινήματος, εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει (ανάλογα με την εκάστοτε τοποθέτηση που αναγκάζεται να αντικρούσει) στην ιδέα μιας οργανωμένης ή μη ελληνικής υπερρεαλιστικής ομάδας, που είχε ή δεν είχε κάποια αμυδρά προοδευτική πολιτική χροιά, αλλά που πάντως έχει εν τέλει εξασφαλίσει μια θέση στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κάτι που είναι το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρει —και, εννοείται, κάτι που η όποια τρέχουσα ομάδα θα αδυνατούσε να διεκδικήσει με αναλόγως πειστικούς (για την κατεστημένη κριτική) όρους. Δυστυχώς ο Νάνος Βαλαωρίτης δεν είναι πλέον, φαίνεται, σε θέση να κατανοήσει πόσο λίγο μας ενδιαφέρει αυτό, αλλά και πόσο λίγο ενδιέφερε τον Ανδρέα Εμπειρίκο όταν, ήδη στα 1939, προειδοποιούσε κατά της θεώρησης του υπερρεαλισμού ως λογοτεχνικής σχολής, κατά της κολακείας των κριτικών και της αναγωγής του κινήματος σε μια, μεταξύ πολλών, στιγμή της “αισθητικής πρωτοπορίας”. Η αδυναμία των πρώιμων ελλήνων υπερρεαλιστών να διατηρήσουν μια συστηματική ομαδική δραστηριότητα (μολονότι τα παλαιότερα σχετικά γραπτά τους δεν επιτρέπουν διαστρεβλώσεις ως προς τις αρχικές επιδιώξεις τους) μετατρέπεται έτσι σε πιθανώς αξιέπαινο τεκμήριο τοπικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, καθώς και σε απαγόρευση των όποιων περαιτέρω κινήσεων. Είναι εξ άλλου τόσο απλό να περιορίζονται οι μορφές ριζικής αμφισβήτησης και διερώτησης σε “ξενόγλωσσες” κουλτούρες, ενώ οι ελαφρώς τσαλαπατημένες δάφνες της γενιάς του ’30 εγγυώνται τη συνέχιση της μεγάλης εγχώριας ποιητικής παράδοσης, πλήρη προσδοκιών για βραβεία, παρασημοφορήσεις, συνεντεύξεις και άλλες μορφές πρωτοποριακής παρέμβασης.
Φοβούμεθα όμως ότι η απόπειρά μας να προβούμε σε μιαν απάντηση δεν μας διασφαλίζει και την ανάπτυξη περαιτέρω διαλόγου με τον Νάνο Βαλαωρίτη, για τον απλό λόγο ότι διαφέρουμε υπερβολικά από αυτόν για να αποτελούμε ικανούς συνομιλητές του. Δεν είμαστε, αίφνης, κυριευμένοι από τάσεις ελιτισμού, δεν ζούμε μέσα σε φαντασιώσεις μεγαλείου, ούτε έχουμε ανάγκη από κόλακες, δεν αγόμεθα ούτε φερόμεθα από ξεσπάσματα και εγωιστικές παλινωδίες του θυμικού, ούτε αλλάζουμε απόψεις σύμφωνα με τον εκάστοτε αυτοπροσδιορισμό που μας συμφέρει. Διακατεχόμεθα από αρχές τις οποίες αρνούμαστε να απεμπολήσουμε έναντι ανταλλαγμάτων. Δεν υπολογίζουμε το πνευματικό ή ηθικό ανάστημα του καθενός με κριτήρια “επωνυμίας”, ή ανάλογα με τον αριθμό των βιβλίων που συνέγραψε ή των καλλιτεχνικών έργων που φιλοτέχνησε, ούτε αναζητούμε την υπαρξιακή μας σωτηρία μέσω της λογοτεχνικής καταξίωσης. Αντιθέτως διεκδικούμε την αμετάκλητή μας καταδίκη στην ατέρμονη αναζήτηση του υπερπραγματικού και τον διαρκή εμπλουτισμό της φαντασιακής μας επικράτειας με τα αποκαλυπτικά οράματα των δοκιμαστικών αποπειρών πραγμάτωσης των επιθυμιών μας.
Προπάντων, δεν επιδιώκουμε να συμπεριληφθούμε στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Θα θέλαμε ωστόσο να εκληφθούμε ως κακοήθη μοσχεύματα που κάποτε θα επιτύχουν να της προκαλέσουν ολέθρια σηψαιμικά φαινόμενα συνοδευόμενα από επιληπτικούς σπασμούς και εμετούς εγκεφαλικής ουσίας. Ευελπιστούμε να αποτελέσουμε την ενοχλητική παρωνυχίδα εκ της οποίας εν ευθέτω χρόνω θα προκύψει η μοιραία εκείνη γάγγραινα που θα την εξαναγκάσει σε ακρωτηριασμό του χεριού της, άλλοτε θιασώτη της συμπαθούς πρακτικής του καθημερινού αυνανισμού και πλέον συγγραφέως ογκωδών πεζογραφημάτων και λυρικών καταθέσεων ψυχής με αμυδρές προοπτικές κρατικών επιβραβεύσεων.
Δεν ισχυριζόμαστε, εξ άλλου, ότι αντιπροσωπεύουμε έναν υπερρεαλισμό “αυθεντικό” ή “κίβδηλο”. Αντιλαμβανόμαστε τον υπερρεαλισμό ως μία συνολική και αδιαίρετη σύλληψη που κάθε ανθρώπινη οντότητα είναι σε θέση να κατανοήσει και να ενστερνισθεί. Διερευνούμε τρόπους ανάλυσης και ερμηνείας των αντικειμένων του, διότι διαθέτουμε τη γνώση, τη βούληση και το απαραίτητο επίπεδο αντιληπτικότητας που μας καθιστά ικανούς να διαπραγματευόμαστε την κοσμοθεωρία του σε όλο της το φάσμα, δίχως να προβαίνουμε σε παρερμηνείες και διαστρεβλώσεις της, ή σε επιλεκτικές χρήσεις κατά τις οποίες αξιοποιούνται όσα στοιχεία της μας εξυπηρετούν εις βάρος άλλων παραμέτρων της, που αποσιωπώνται. Αντιλαμβανόμαστε ότι η διόλου επιλεκτική πίστη μας στην επαναστατική προοπτική του υπερρεαλισμού και στο ασίγαστο πνεύμα της υπερρεαλιστικής εξέγερσης φαντάζει ανεξήγητη σε όσους εκλαμβάνουν την έκφραση ως επάγγελμα. Ο σκανδαλιστικός εντοπισμός στοιχειωδών αρχών στη συμπεριφορά μας, εξηγεί την ευκολία με την οποία εγκαλούμεθα από τον Νάνο Βαλαωρίτη ως “δογματικοί στο έπακρο” (sic). Εάν πρόκειται έτσι να ξεχωρίσουμε από όσους διαστρεβλώνουν και αλλοιώνουν την φυσιογνωμία του υπερρεαλισμού, θεωρώντας τον απλώς ως μία διαφορετική τεχνοτροπία του μοντερνισμού, δεχόμαστε ευχαρίστως το χαρακτηρισμό αυτόν.
Αν, ωστόσο, η επισήμανση του εν λόγω “δογματισμού” υπαινίσσεται κάποιο χρέος συμμόρφωσης στα βιολογικά όρια ενός ανυπεράσπιστου νεκρού, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο υπερρεαλισμός, ως αφετηρία στοχασμού και πρακτικής εφαρμογής ενός εναντιωματικού τρόπου σκέψης, προϋπήρξε του Breton. Ο τελευταίος, από κοινού με όσους απάρτισαν την πρώτη υπερρεαλιστική ομάδα, συστηματοποίησε και θεωρητικοποίησε μια σειρά από συμπεριφορές και επιτεύγματα ορισμένων προδρομικών μορφών, ανακαλύπτοντας το λανθάνον ή μη δυναμικό τους. Το σύνολο πρακτικών, ενδείξεων και θεμελιωδών αρχών που προέκυψε βρήκε τη δικαίωσή του με την ίδρυση οργανωμένου υπερρεαλιστικού κινήματος προσανατολισμένου προς το πεδίο της δράσης, δηλαδή της εφαρμογής στην καθημερινή ζωή των ιδεών που πηγάζουν από το συνδυασμό επινοήσεων και εμπειριών διαφόρων επιπέδων της αντιληπτής και της νοητής πραγματικότητας. Ουδέποτε υπαινίχθηκε ο Breton ότι μετά το βιολογικό του θάνατο το κίνημα αυτό οφείλει να πάψει να υφίσταται, ούτε απαγόρευσε την ίδρυση νεότερων ομάδων ομοϊδεατών, η σκέψη των οποίων να εμπνέεται από τις κατακτήσεις του και να επιδιώκει την προέκτασή τους στο μέλλον.
Θα θέλαμε εξ άλλου να υπενθυμίσουμε στον Νάνο Βαλαωρίτη ότι κανένα κίνημα δεν μπορεί, εξ ορισμού, να εξαρτάται από τη ζωή ή τη βούληση ενός και μόνον ανθρώπου. Η επάνοδος (σύμφωνα με τη δεσποτική απαίτηση του Jean Schuster) σε ένα είδος άχρονου, “αιώνιου” υπερρεαλισμού στερεί τον υπερρεαλισμό ακριβώς από το στοιχείο που του προσέδωσε ο Breton για να τον καταστήσει κίνημα: τη χρονικότητα. Αν παρά ταύτα ο θάνατος του κινήματος μαζί με τον ιδρυτή του είναι τόσο προφανής, αν η σαθρότητα των θεμελίων του καθιστά αναγκαία τη μεταπήδηση ακόμη και όσων ταυτίσθηκαν προς στιγμήν μαζί του σε ασφαλέστερες σφαίρες της σκέψης και της έκφρασης, διερωτώμεθα τι είναι εκείνο που αναγκάζει τον Νάνο Βαλαωρίτη να χαλκεύει δηλώσεις του Breton περί μιας υποτιθέμενης όψιμης επιθυμίας του να καταργήσει το εν λόγω κίνημα, ή έστω το όνομά του. Αποδίδοντας την απροθυμία μας να κάνουμε το ίδιο σε άγνοια της σκέψης του Breton, χρησιμοποιεί ετεροχρονισμένα χωρία και προσωπικές του εικασίες, ωσάν να έπρεπε να αποβάλουμε τον προαναφερθέντα “δογματισμό” μας ακολουθώντας επί λέξει όσα μας βεβαιώνει ο Νάνος Βαλαωρίτης ότι διεμήνυσε ο Breton. Δυστυχώς, και παρά την ανωνυμία μας, γνωρίζουμε το έργο του Breton αρκετά καλά για να μην αρκούμαστε στις εν λόγω βεβαιώσεις, αλλά και για να μην περιοριζόμαστε στο έργο αυτό, εις βάρος όλων των άλλων μορφών έκφρασης και πράξης που το περιβάλλουν, συνυπάρχουν μαζί του και εν τέλει το διαδέχονται.
Το μόνο στο οποίο φαίνεται να συμφωνούμε, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι εμείς τουλάχιστον είμαστε ανοιχτοί στις προκλήσεις και τολμούμε να ριψοκινδυνεύουμε. Συνειδητοποιούμε όμως πλήρως το μέγεθος του διακυβεύματος και αναλαμβάνουμε ακέραιη την ευθύνη του χειρισμού του. Οι αιτιάσεις, άρα, του Νάνου Βαλαωρίτη περί ανευθυνότητας εκ μέρους μας δεν μας αφορούν διόλου. Ανεύθυνοι είναι μάλλον όσοι, αποστασιοποιημένοι από κάθε έμπρακτη δυνατότητα να βιώσουν χωρίς τη μεσολάβηση μιας άτεγκτης αιτιότητας όσες μεταμορφώσεις της συνείδησης μπορεί να λάβουν χώρα στα έγκατα της ύπαρξής τους, οχυρώνονται πίσω από διακριτικούς τίτλους και προσωπεία, ανίκανοι να αμφισβητήσουν το νόημα του ρόλου που έχουν επιλέξει να υποδυθούν για να κερδίσουν την μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή των κατεστημένων θεσμών και την εύνοια ενός κοινού παθητικών αποδεκτών. Και δεν είναι διόλου αξιόπιστοι όσοι κρίνουν ως αυτόκλητοι κήνσορες προθέσεις και ενέργειες, προτάσσοντας ως κύριο προσόν τους το κύρος που απορρέει από την ηλικία τους και το βαθμό αναγνωρισιμότητάς τους μέσα στο μικρόκοσμο της καλλιτεχνικής παραγωγής.
Πρέπει να γίνει καταφανές από την πλευρά μας ότι δεν ανήκει στις προθέσεις μας το να ασκήσουμε κανενός είδους συμβατική “τέχνη”, εκτός από αυτήν της υψηλής αισθητηριακής απόλαυσης που προσφέρει η υπερρεαλιστική θεώρηση του κόσμου. Δεν αποσκοπούμε στον εντυπωσιασμό ούτε στη μορφολογική ή θεματολογική πρωτοτυπία, δεν προσκολλώμεθα στο παρελθόν αλλά και ούτε μας απασχολεί η έννοια της ανανέωσης και της καινοτομίας, διότι δεν επιδιώκουμε να ξεπεράσουμε κανέναν εκτός ίσως από τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι άρα ξεκάθαρο ότι δεν αγωνιζόμαστε στο ίδιο στάδιο. Οι γραπτές ή εικαστικές δημιουργίες μας καταλαμβάνουν έναν σχετικά περιορισμένο τμήμα στο σύνολο των δραστηριοτήτων μας και δεν αποτελούν για εμάς ενδείξεις ταλέντου ή δεξιοτεχνίας, ούτε λειτουργούν ως μέσα αυτοεπιβεβαίωσης που τρέφουν τη ματαιοδοξία μας. Γνωρίζουμε καλά ότι το γραπτό ή εικαστικό έργο δεν είναι το μόνο, ούτε καν το κύριο, τεκμήριο υπερρεαλιστικής ταυτότητας ή έλλειψης αυτής. Για μας, κεντρικά κριτήρια για το κατά πόσον μπορεί κανείς να θεωρηθεί υπερρεαλιστής είναι η ευρύτητα της σκέψης του και η εγρήγορση του πνεύματός του, η ένταση της επιθυμίας του και η διαλεκτική της δραστηριοποίηση, ο βαθμός διαθεσιμότητάς του και η προθυμία του να πορευθεί στο δάσος των ενδείξεων της υπερρεαλιστικής περιπέτειας. Μέσα από την στενότερη δυνατή επεξεργασία κάθε είδους νοητικών και αισθητηριακών ερεθισμάτων με άλλες ανήσυχες υποκειμενικότητες, πιστεύουμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε την ανείπωτη πληρότητα της πολυπρισματικής βίωσης τυχαίων και αντιφατικών φαινομένων της αντικειμενικής πραγματικότητας διά της συνδυαστικής ερμηνείας των συνειδητών και ασυνείδητων αναπαραστάσεων του νου. Δεν υπάρχει, άρα, λόγος ανησυχίας για τη ματαιότητα του εγχειρήματός μας.
Προτρέπουμε λοιπόν τον Νάνο Βαλαωρίτη να πάψει πλέον να υποδύεται τον τιμητή του υπερρεαλισμού και να ασχοληθεί με την ευρύτερη διάδοση του έργου του, την επίτευξη όσης δημοσιότητας έχει ανάγκη για να αισθάνεται ικανοποίηση, τις λογοτεχνικές παρουσιάσεις και τις τιμητικές βραβεύσεις και να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην εξασφάλιση της υστεροφημίας του, αφήνοντάς μας ήσυχους να διαχειρισθούμε την “ανωνυμία” μας με όποιον τρόπο κρίνουμε ότι ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας.
Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθηνών, Ιανουάριος 2007
Ο Νάνος Βαλαωρίτης μπορεί πλέον να έχει αναθεωρήσει πλήρως τις απόψεις του και να περιορίζει τον υπερρεαλισμό σε συγκεκριμένα χωροχρονικά πλαίσια, υποστηρίζοντας την οριστική του λήξη ως ιστορικού κινήματος, ο ίδιος όμως είχε συνεργασθεί με δύο από τα περιοδικά όργανα της πρωτοβουλίας όσων υπερρεαλιστών αρνήθηκαν τη διάλυση της παρισινής υπερρεαλιστικής ομάδας στην οποία προέβη το 1969 ο Jean Schuster υπό το βάρος ενός προσωπικού αδιεξόδου. Εννοούμε βέβαια τα περιοδικά BLS (1970-1976) και Surréalisme (1977) της ομάδας που συσπειρώθηκε γύρω από τον Vincent Bounoure, κανένα από τα μέλη της οποίας ωστόσο δεν πέθανε την δεκαετία 1970-80 όπως αναληθώς ισχυρίζεται ο Νάνος Βαλαωρίτης. Οι Vincent Bounoure, Robert Benayoun και Jean-Louis Bédouin πέθαναν το 1996 (αν και η αποχώρηση του τελευταίου από την ομάδα περί τα τέλη της προαναφερθείσας δεκαετίας θα παρείχε ένα θαυμάσιο επιχείρημα σε προσεκτικότερους επίδοξους ληξίαρχους, ελλείψει ίσως άλλης μάταιης ενασχόλησης), ενώ οι Michel Zimbacca, Jorge Camacho και Aurélien Dauguet φροντίζουν να παραμένουν ζωντανοί. Άμεση μετεξέλιξη εκείνης της ομάδας είναι η σημερινή Παρισινή Ομάδα του Υπερρεαλιστικού Κινήματος (GPMS) η οποία, εμπλουτισμένη και με νεότερα μέλη, δραστηριοποιείται αδιαλείπτως από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα, εκδίδοντας το περιοδικό SURR…
Ας μην βιαστούμε ωστόσο να κατηγορήσουμε τον κατήγορό μας για ασυνέπεια, αφού εδώ κρύβεται μια κατά τα φαινόμενα κρίσιμη διαφορά: το γεγονός ότι τα νεότερα αυτά μέλη δεν γνώρισαν λόγω ηλικίας τον André Breton τους αφαιρεί αυτομάτως, κατά τον Νάνο Βαλαωρίτη, το δικαίωμα να ανήκουν σε υπερρεαλιστική ομάδα. Η άποψη αυτή ασφαλώς αδυνατεί να διασαφηνίσει το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο αναγκαία συνθήκη για να θεωρεί κανείς εαυτόν υπερρεαλιστή είναι η προηγηθείσα γνωριμία του με τον Breton —όπως επίσης αδυνατεί να διευκρινίσει το αν λ.χ. η επιθυμία ριζικής αλλαγής της ανθρώπινης κατάστασης που χαρακτηρίζει εν γένει τους υπερρεαλιστές προηγείται κατά τι ή έπεται της στιγμής της γνωριμίας τους με αυτό το προφανώς υπερφυσικό (αλλά και βολικά νεκρό) ον. Το κατά πόσον ένα άτομο άξιο να προσδιορίζεται ως υπερρεαλιστής είναι δυνατόν να πιστεύει σε κάποια απονομή χρίσματος ή κληρονομική διαδοχή είναι περιττό να απαντηθεί. Όσο για το πόσο λίγα πράγματα για τον υπερρεαλισμό φαίνεται να έχει καταλάβει ο Νάνος Βαλαωρίτης από τη συναναστροφή του τόσο με τον André Breton όσο και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, έχουμε τη βάσιμη υποψία ότι μάλλον εθελουσίως επέλεξε να τα ξεχάσει. Πάντως, το πρώτο που θα έπρεπε να φροντίσει να μην λησμονεί είναι ότι ο υπερρεαλισμός δεν μπορεί να προσωποποιείται, μη όντας κάποια καλλιτεχνική σχολή που κλείνει όταν ο “ιδρυτής” της κάποτε αναπόφευκτα αποδημήσει χωρίς να έχει ορίσει άξιους διαδόχους.
Αν, κατά την εποχή του περιοδικού Πάλι, ο Νάνος Βαλαωρίτης εξισορροπούσε μια κάποια αδυναμία συστηματοποίησης και διάδοσης του υπερρεαλιστικού δυναμικού με εμβριθείς αποφάνσεις περί της ποιητικής λειτουργίας ως περιπετειώδους αναδίφησης της ψυχικής ενδοχώρας, πλέον εμφανίζεται να αντιλαμβάνεται τον υπερρεαλισμό αποκλειστικά στο επίπεδο της εξατομικευμένης καλλιτεχνικής έκφρασης, ωσάν να επρόκειτο απλώς και μόνο για μία από τις πολυάριθμες λογοτεχνικές ή εικαστικές τάσεις που έχουν εμφανισθεί κατά τους τελευταίους δύο αιώνες. Σπεύδοντας να χαρακτηρίσει κάθε συλλογική δραστηριότητα που επιχειρεί να προβεί σε ένα στάδιο συστηματικότερης συλλογικής διερεύνησης και αμεσότερης βίωσης των υπερρεαλιστικών φαινομένων ως επαναληπτική και παρωχημένη, δεν μας εξηγεί ωστόσο με πειστικά και προπάντων συνεπή επιχειρήματα ποια διάδοχη κατάσταση έχει υπερβεί τον υπερρεαλισμό και ξεπεράσει τις κατακτήσεις του. Υιοθετώντας εντελώς ακαδημαϊκούς όρους (την ίδια στιγμή που σπεύδει να απορρίψει ως “ακαδημαϊκή” κάθε άποψη που δεν συνάδει απολύτως με τις όποιες διακυμάνσεις της σκέψης του) περιχαρακώνει τον υπερρεαλισμό μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια —αυτά της ζωής του Breton— αρνούμενος σε οποιαδήποτε ομάδα νεότερων από εκείνον ανθρώπων το δικαίωμα να τείνουν ευήκοον ους προς την υπερρεαλιστική φωνή, που εξακολουθεί να κηρύττει, μέσα από τις ελάχιστα γοτθικές, φευ, καταιγίδες της γενικευμένης ηλιθιότητας και της μεταμοντερνιστικής χλιαρότητας, τα επαναστατικά μηνύματα της απελευθέρωσης του πνεύματος και της ζωής από κάθε ηθικό, ιδεολογικό και υλικό καταναγκασμό.
Περιχαρακώνει επίσης ο Νάνος Βαλαωρίτης την κάθε μορφή υπερρεαλιστικής έκφρασης στην Ελλάδα μέσα στο δοκιμασμένο σχήμα μιας “τάσης” που δεν κατόρθωσε, άγνωστο γιατί, να αποκτήσει το χαρακτήρα κινήματος, αλλά που αποτελεί θέσφατο και κατά τα φαινόμενα οφείλει αφ’ ενός να βρίσκεται υπεράνω πάσης αμφισβήτησης και αφ’ ετέρου να απαγορεύει, υπό την ιδιότητα του ιστορικού προηγουμένου, κάθε νεότερη εγχώρια υπερρεαλιστική δράση. Την ίδια στιγμή που επιστρατεύει ακόμη και το παράδειγμα των καταστασιακών για να αντικρούσει τη συνέχιση του υπερρεαλιστικού κινήματος, εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει (ανάλογα με την εκάστοτε τοποθέτηση που αναγκάζεται να αντικρούσει) στην ιδέα μιας οργανωμένης ή μη ελληνικής υπερρεαλιστικής ομάδας, που είχε ή δεν είχε κάποια αμυδρά προοδευτική πολιτική χροιά, αλλά που πάντως έχει εν τέλει εξασφαλίσει μια θέση στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κάτι που είναι το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρει —και, εννοείται, κάτι που η όποια τρέχουσα ομάδα θα αδυνατούσε να διεκδικήσει με αναλόγως πειστικούς (για την κατεστημένη κριτική) όρους. Δυστυχώς ο Νάνος Βαλαωρίτης δεν είναι πλέον, φαίνεται, σε θέση να κατανοήσει πόσο λίγο μας ενδιαφέρει αυτό, αλλά και πόσο λίγο ενδιέφερε τον Ανδρέα Εμπειρίκο όταν, ήδη στα 1939, προειδοποιούσε κατά της θεώρησης του υπερρεαλισμού ως λογοτεχνικής σχολής, κατά της κολακείας των κριτικών και της αναγωγής του κινήματος σε μια, μεταξύ πολλών, στιγμή της “αισθητικής πρωτοπορίας”. Η αδυναμία των πρώιμων ελλήνων υπερρεαλιστών να διατηρήσουν μια συστηματική ομαδική δραστηριότητα (μολονότι τα παλαιότερα σχετικά γραπτά τους δεν επιτρέπουν διαστρεβλώσεις ως προς τις αρχικές επιδιώξεις τους) μετατρέπεται έτσι σε πιθανώς αξιέπαινο τεκμήριο τοπικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, καθώς και σε απαγόρευση των όποιων περαιτέρω κινήσεων. Είναι εξ άλλου τόσο απλό να περιορίζονται οι μορφές ριζικής αμφισβήτησης και διερώτησης σε “ξενόγλωσσες” κουλτούρες, ενώ οι ελαφρώς τσαλαπατημένες δάφνες της γενιάς του ’30 εγγυώνται τη συνέχιση της μεγάλης εγχώριας ποιητικής παράδοσης, πλήρη προσδοκιών για βραβεία, παρασημοφορήσεις, συνεντεύξεις και άλλες μορφές πρωτοποριακής παρέμβασης.
Φοβούμεθα όμως ότι η απόπειρά μας να προβούμε σε μιαν απάντηση δεν μας διασφαλίζει και την ανάπτυξη περαιτέρω διαλόγου με τον Νάνο Βαλαωρίτη, για τον απλό λόγο ότι διαφέρουμε υπερβολικά από αυτόν για να αποτελούμε ικανούς συνομιλητές του. Δεν είμαστε, αίφνης, κυριευμένοι από τάσεις ελιτισμού, δεν ζούμε μέσα σε φαντασιώσεις μεγαλείου, ούτε έχουμε ανάγκη από κόλακες, δεν αγόμεθα ούτε φερόμεθα από ξεσπάσματα και εγωιστικές παλινωδίες του θυμικού, ούτε αλλάζουμε απόψεις σύμφωνα με τον εκάστοτε αυτοπροσδιορισμό που μας συμφέρει. Διακατεχόμεθα από αρχές τις οποίες αρνούμαστε να απεμπολήσουμε έναντι ανταλλαγμάτων. Δεν υπολογίζουμε το πνευματικό ή ηθικό ανάστημα του καθενός με κριτήρια “επωνυμίας”, ή ανάλογα με τον αριθμό των βιβλίων που συνέγραψε ή των καλλιτεχνικών έργων που φιλοτέχνησε, ούτε αναζητούμε την υπαρξιακή μας σωτηρία μέσω της λογοτεχνικής καταξίωσης. Αντιθέτως διεκδικούμε την αμετάκλητή μας καταδίκη στην ατέρμονη αναζήτηση του υπερπραγματικού και τον διαρκή εμπλουτισμό της φαντασιακής μας επικράτειας με τα αποκαλυπτικά οράματα των δοκιμαστικών αποπειρών πραγμάτωσης των επιθυμιών μας.
Προπάντων, δεν επιδιώκουμε να συμπεριληφθούμε στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Θα θέλαμε ωστόσο να εκληφθούμε ως κακοήθη μοσχεύματα που κάποτε θα επιτύχουν να της προκαλέσουν ολέθρια σηψαιμικά φαινόμενα συνοδευόμενα από επιληπτικούς σπασμούς και εμετούς εγκεφαλικής ουσίας. Ευελπιστούμε να αποτελέσουμε την ενοχλητική παρωνυχίδα εκ της οποίας εν ευθέτω χρόνω θα προκύψει η μοιραία εκείνη γάγγραινα που θα την εξαναγκάσει σε ακρωτηριασμό του χεριού της, άλλοτε θιασώτη της συμπαθούς πρακτικής του καθημερινού αυνανισμού και πλέον συγγραφέως ογκωδών πεζογραφημάτων και λυρικών καταθέσεων ψυχής με αμυδρές προοπτικές κρατικών επιβραβεύσεων.
Δεν ισχυριζόμαστε, εξ άλλου, ότι αντιπροσωπεύουμε έναν υπερρεαλισμό “αυθεντικό” ή “κίβδηλο”. Αντιλαμβανόμαστε τον υπερρεαλισμό ως μία συνολική και αδιαίρετη σύλληψη που κάθε ανθρώπινη οντότητα είναι σε θέση να κατανοήσει και να ενστερνισθεί. Διερευνούμε τρόπους ανάλυσης και ερμηνείας των αντικειμένων του, διότι διαθέτουμε τη γνώση, τη βούληση και το απαραίτητο επίπεδο αντιληπτικότητας που μας καθιστά ικανούς να διαπραγματευόμαστε την κοσμοθεωρία του σε όλο της το φάσμα, δίχως να προβαίνουμε σε παρερμηνείες και διαστρεβλώσεις της, ή σε επιλεκτικές χρήσεις κατά τις οποίες αξιοποιούνται όσα στοιχεία της μας εξυπηρετούν εις βάρος άλλων παραμέτρων της, που αποσιωπώνται. Αντιλαμβανόμαστε ότι η διόλου επιλεκτική πίστη μας στην επαναστατική προοπτική του υπερρεαλισμού και στο ασίγαστο πνεύμα της υπερρεαλιστικής εξέγερσης φαντάζει ανεξήγητη σε όσους εκλαμβάνουν την έκφραση ως επάγγελμα. Ο σκανδαλιστικός εντοπισμός στοιχειωδών αρχών στη συμπεριφορά μας, εξηγεί την ευκολία με την οποία εγκαλούμεθα από τον Νάνο Βαλαωρίτη ως “δογματικοί στο έπακρο” (sic). Εάν πρόκειται έτσι να ξεχωρίσουμε από όσους διαστρεβλώνουν και αλλοιώνουν την φυσιογνωμία του υπερρεαλισμού, θεωρώντας τον απλώς ως μία διαφορετική τεχνοτροπία του μοντερνισμού, δεχόμαστε ευχαρίστως το χαρακτηρισμό αυτόν.
Αν, ωστόσο, η επισήμανση του εν λόγω “δογματισμού” υπαινίσσεται κάποιο χρέος συμμόρφωσης στα βιολογικά όρια ενός ανυπεράσπιστου νεκρού, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο υπερρεαλισμός, ως αφετηρία στοχασμού και πρακτικής εφαρμογής ενός εναντιωματικού τρόπου σκέψης, προϋπήρξε του Breton. Ο τελευταίος, από κοινού με όσους απάρτισαν την πρώτη υπερρεαλιστική ομάδα, συστηματοποίησε και θεωρητικοποίησε μια σειρά από συμπεριφορές και επιτεύγματα ορισμένων προδρομικών μορφών, ανακαλύπτοντας το λανθάνον ή μη δυναμικό τους. Το σύνολο πρακτικών, ενδείξεων και θεμελιωδών αρχών που προέκυψε βρήκε τη δικαίωσή του με την ίδρυση οργανωμένου υπερρεαλιστικού κινήματος προσανατολισμένου προς το πεδίο της δράσης, δηλαδή της εφαρμογής στην καθημερινή ζωή των ιδεών που πηγάζουν από το συνδυασμό επινοήσεων και εμπειριών διαφόρων επιπέδων της αντιληπτής και της νοητής πραγματικότητας. Ουδέποτε υπαινίχθηκε ο Breton ότι μετά το βιολογικό του θάνατο το κίνημα αυτό οφείλει να πάψει να υφίσταται, ούτε απαγόρευσε την ίδρυση νεότερων ομάδων ομοϊδεατών, η σκέψη των οποίων να εμπνέεται από τις κατακτήσεις του και να επιδιώκει την προέκτασή τους στο μέλλον.
Θα θέλαμε εξ άλλου να υπενθυμίσουμε στον Νάνο Βαλαωρίτη ότι κανένα κίνημα δεν μπορεί, εξ ορισμού, να εξαρτάται από τη ζωή ή τη βούληση ενός και μόνον ανθρώπου. Η επάνοδος (σύμφωνα με τη δεσποτική απαίτηση του Jean Schuster) σε ένα είδος άχρονου, “αιώνιου” υπερρεαλισμού στερεί τον υπερρεαλισμό ακριβώς από το στοιχείο που του προσέδωσε ο Breton για να τον καταστήσει κίνημα: τη χρονικότητα. Αν παρά ταύτα ο θάνατος του κινήματος μαζί με τον ιδρυτή του είναι τόσο προφανής, αν η σαθρότητα των θεμελίων του καθιστά αναγκαία τη μεταπήδηση ακόμη και όσων ταυτίσθηκαν προς στιγμήν μαζί του σε ασφαλέστερες σφαίρες της σκέψης και της έκφρασης, διερωτώμεθα τι είναι εκείνο που αναγκάζει τον Νάνο Βαλαωρίτη να χαλκεύει δηλώσεις του Breton περί μιας υποτιθέμενης όψιμης επιθυμίας του να καταργήσει το εν λόγω κίνημα, ή έστω το όνομά του. Αποδίδοντας την απροθυμία μας να κάνουμε το ίδιο σε άγνοια της σκέψης του Breton, χρησιμοποιεί ετεροχρονισμένα χωρία και προσωπικές του εικασίες, ωσάν να έπρεπε να αποβάλουμε τον προαναφερθέντα “δογματισμό” μας ακολουθώντας επί λέξει όσα μας βεβαιώνει ο Νάνος Βαλαωρίτης ότι διεμήνυσε ο Breton. Δυστυχώς, και παρά την ανωνυμία μας, γνωρίζουμε το έργο του Breton αρκετά καλά για να μην αρκούμαστε στις εν λόγω βεβαιώσεις, αλλά και για να μην περιοριζόμαστε στο έργο αυτό, εις βάρος όλων των άλλων μορφών έκφρασης και πράξης που το περιβάλλουν, συνυπάρχουν μαζί του και εν τέλει το διαδέχονται.
Το μόνο στο οποίο φαίνεται να συμφωνούμε, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι εμείς τουλάχιστον είμαστε ανοιχτοί στις προκλήσεις και τολμούμε να ριψοκινδυνεύουμε. Συνειδητοποιούμε όμως πλήρως το μέγεθος του διακυβεύματος και αναλαμβάνουμε ακέραιη την ευθύνη του χειρισμού του. Οι αιτιάσεις, άρα, του Νάνου Βαλαωρίτη περί ανευθυνότητας εκ μέρους μας δεν μας αφορούν διόλου. Ανεύθυνοι είναι μάλλον όσοι, αποστασιοποιημένοι από κάθε έμπρακτη δυνατότητα να βιώσουν χωρίς τη μεσολάβηση μιας άτεγκτης αιτιότητας όσες μεταμορφώσεις της συνείδησης μπορεί να λάβουν χώρα στα έγκατα της ύπαρξής τους, οχυρώνονται πίσω από διακριτικούς τίτλους και προσωπεία, ανίκανοι να αμφισβητήσουν το νόημα του ρόλου που έχουν επιλέξει να υποδυθούν για να κερδίσουν την μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή των κατεστημένων θεσμών και την εύνοια ενός κοινού παθητικών αποδεκτών. Και δεν είναι διόλου αξιόπιστοι όσοι κρίνουν ως αυτόκλητοι κήνσορες προθέσεις και ενέργειες, προτάσσοντας ως κύριο προσόν τους το κύρος που απορρέει από την ηλικία τους και το βαθμό αναγνωρισιμότητάς τους μέσα στο μικρόκοσμο της καλλιτεχνικής παραγωγής.
Πρέπει να γίνει καταφανές από την πλευρά μας ότι δεν ανήκει στις προθέσεις μας το να ασκήσουμε κανενός είδους συμβατική “τέχνη”, εκτός από αυτήν της υψηλής αισθητηριακής απόλαυσης που προσφέρει η υπερρεαλιστική θεώρηση του κόσμου. Δεν αποσκοπούμε στον εντυπωσιασμό ούτε στη μορφολογική ή θεματολογική πρωτοτυπία, δεν προσκολλώμεθα στο παρελθόν αλλά και ούτε μας απασχολεί η έννοια της ανανέωσης και της καινοτομίας, διότι δεν επιδιώκουμε να ξεπεράσουμε κανέναν εκτός ίσως από τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι άρα ξεκάθαρο ότι δεν αγωνιζόμαστε στο ίδιο στάδιο. Οι γραπτές ή εικαστικές δημιουργίες μας καταλαμβάνουν έναν σχετικά περιορισμένο τμήμα στο σύνολο των δραστηριοτήτων μας και δεν αποτελούν για εμάς ενδείξεις ταλέντου ή δεξιοτεχνίας, ούτε λειτουργούν ως μέσα αυτοεπιβεβαίωσης που τρέφουν τη ματαιοδοξία μας. Γνωρίζουμε καλά ότι το γραπτό ή εικαστικό έργο δεν είναι το μόνο, ούτε καν το κύριο, τεκμήριο υπερρεαλιστικής ταυτότητας ή έλλειψης αυτής. Για μας, κεντρικά κριτήρια για το κατά πόσον μπορεί κανείς να θεωρηθεί υπερρεαλιστής είναι η ευρύτητα της σκέψης του και η εγρήγορση του πνεύματός του, η ένταση της επιθυμίας του και η διαλεκτική της δραστηριοποίηση, ο βαθμός διαθεσιμότητάς του και η προθυμία του να πορευθεί στο δάσος των ενδείξεων της υπερρεαλιστικής περιπέτειας. Μέσα από την στενότερη δυνατή επεξεργασία κάθε είδους νοητικών και αισθητηριακών ερεθισμάτων με άλλες ανήσυχες υποκειμενικότητες, πιστεύουμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε την ανείπωτη πληρότητα της πολυπρισματικής βίωσης τυχαίων και αντιφατικών φαινομένων της αντικειμενικής πραγματικότητας διά της συνδυαστικής ερμηνείας των συνειδητών και ασυνείδητων αναπαραστάσεων του νου. Δεν υπάρχει, άρα, λόγος ανησυχίας για τη ματαιότητα του εγχειρήματός μας.
Προτρέπουμε λοιπόν τον Νάνο Βαλαωρίτη να πάψει πλέον να υποδύεται τον τιμητή του υπερρεαλισμού και να ασχοληθεί με την ευρύτερη διάδοση του έργου του, την επίτευξη όσης δημοσιότητας έχει ανάγκη για να αισθάνεται ικανοποίηση, τις λογοτεχνικές παρουσιάσεις και τις τιμητικές βραβεύσεις και να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην εξασφάλιση της υστεροφημίας του, αφήνοντάς μας ήσυχους να διαχειρισθούμε την “ανωνυμία” μας με όποιον τρόπο κρίνουμε ότι ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας.
Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθηνών, Ιανουάριος 2007