Τετάρτη, Ιανουαρίου 10, 2007

Ο προδότης του τυχαίου

Προσοχή λοιπόν, φίλοι μου, δεν είναι μόνο ο νεοαριστερός
που μπορεί να ξυπνήσει μια μέρα νεοσυντηρητικός, αλλά κι
ο πρώην υπερρεαλιστής, νεοπαραδοσιακός.
Νάνος Βαλαωρίτης, “Η κοινωνία του γραπτού θεάματος” (1975)


Οφείλουμε να τονίσουμε κατηγορηματικά προς κάθε κακόπιστο ή μη ενδιαφερόμενο ότι η ενασχόληση μας με τον υπερρεαλισμό δεν υποκρύπτει ουδεμία φιλοδοξία αναγνώρισής μας από τον “πνευματικό” χώρο της ημεδαπής κατεστημένης κουλτούρας. Γνωρίζαμε εξ αρχής την εχθρική του στάση προς τον υπερρεαλισμό και όχι μόνο δεν τρέφαμε αυταπάτες για την αντιμετώπιση που θα μας επεφύλασσε (δηλ. την πλήρη αγνόηση) αλλά ουδέποτε την θεωρήσαμε ως οτιδήποτε άλλο από αυτονόητη. Το πόσο αυτό μας επηρέασε στην εν γένει συμπεριφορά μας είναι ένα ερώτημα που δεν αξίζει καν να τίθεται. Το να εγκαλούμεθα όμως με όρους λογοτεχνικής ταξινόμησης για το εγχείρημά μας να προβούμε στην ίδρυση υπερρεαλιστικής ομάδας στην Αθήνα, από έναν άνθρωπο που για ικανό τμήμα του βίου του συνέδεσε το όνομά του με την εγχώρια και διεθνή υπερρεαλιστική σκέψη και έκφραση, χρήζει απάντησης αν μη τι άλλο ως προσβολή στη νοημοσύνη μας. Όταν μάλιστα ο εν λόγω πνευματικός ταγός κρίνει σκόπιμο να κλείσει τη συλλογή δοκιμίων στην οποία ισχυρίζεται ότι συνοψίζει τη σκέψη του για τον υπερρεαλισμό με δύο κείμενα όπου οι απαξιωτικές αναφορές στην ομάδα επανέρχονται πεισματικά, με τις πλέον υποτυπώδεις αφορμές, η προκύπτουσα αφήγηση (ο ένδοξος πλην ασφαλής “ιστορικός υπερρεαλισμός” εν αντιθέσει με μιαν επίπλαστη εικόνα φθοράς και παρακμής η οποία όλως τυχαίως συμπίπτει με μια δραστηριότητα ξένη προς την ατομική σφαίρα επιρροής του δοκιμιογράφου) φαίνεται να βάζει στα στόματα μη ερωτηθέντων νεκρών την ίδια εκείνη φράση (“μετά από μένα το χάος…”) που ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να ψιθυρίζει συχνά ενώπιον του αρκετά θολού πλέον, φοβούμεθα, καθρέπτη του.

Ο Νάνος Βαλαωρίτης μπορεί πλέον να έχει αναθεωρήσει πλήρως τις απόψεις του και να περιορίζει τον υπερρεαλισμό σε συγκεκριμένα χωροχρονικά πλαίσια, υποστηρίζοντας την οριστική του λήξη ως ιστορικού κινήματος, ο ίδιος όμως είχε συνεργασθεί με δύο από τα περιοδικά όργανα της πρωτοβουλίας όσων υπερρεαλιστών αρνήθηκαν τη διάλυση της παρισινής υπερρεαλιστικής ομάδας στην οποία προέβη το 1969 ο Jean Schuster υπό το βάρος ενός προσωπικού αδιεξόδου. Εννοούμε βέβαια τα περιοδικά BLS (1970-1976) και Surréalisme (1977) της ομάδας που συσπειρώθηκε γύρω από τον Vincent Bounoure, κανένα από τα μέλη της οποίας ωστόσο δεν πέθανε την δεκαετία 1970-80 όπως αναληθώς ισχυρίζεται ο Νάνος Βαλαωρίτης. Οι Vincent Bounoure, Robert Benayoun και Jean-Louis Bédouin πέθαναν το 1996 (αν και η αποχώρηση του τελευταίου από την ομάδα περί τα τέλη της προαναφερθείσας δεκαετίας θα παρείχε ένα θαυμάσιο επιχείρημα σε προσεκτικότερους επίδοξους ληξίαρχους, ελλείψει ίσως άλλης μάταιης ενασχόλησης), ενώ οι Michel Zimbacca, Jorge Camacho και Aurélien Dauguet φροντίζουν να παραμένουν ζωντανοί. Άμεση μετεξέλιξη εκείνης της ομάδας είναι η σημερινή Παρισινή Ομάδα του Υπερρεαλιστικού Κινήματος (GPMS) η οποία, εμπλουτισμένη και με νεότερα μέλη, δραστηριοποιείται αδιαλείπτως από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα, εκδίδοντας το περιοδικό SURR…

Ας μην βιαστούμε ωστόσο να κατηγορήσουμε τον κατήγορό μας για ασυνέπεια, αφού εδώ κρύβεται μια κατά τα φαινόμενα κρίσιμη διαφορά: το γεγονός ότι τα νεότερα αυτά μέλη δεν γνώρισαν λόγω ηλικίας τον André Breton τους αφαιρεί αυτομάτως, κατά τον Νάνο Βαλαωρίτη, το δικαίωμα να ανήκουν σε υπερρεαλιστική ομάδα. Η άποψη αυτή ασφαλώς αδυνατεί να διασαφηνίσει το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο αναγκαία συνθήκη για να θεωρεί κανείς εαυτόν υπερρεαλιστή είναι η προηγηθείσα γνωριμία του με τον Breton —όπως επίσης αδυνατεί να διευκρινίσει το αν λ.χ. η επιθυμία ριζικής αλλαγής της ανθρώπινης κατάστασης που χαρακτηρίζει εν γένει τους υπερρεαλιστές προηγείται κατά τι ή έπεται της στιγμής της γνωριμίας τους με αυτό το προφανώς υπερφυσικό (αλλά και βολικά νεκρό) ον. Το κατά πόσον ένα άτομο άξιο να προσδιορίζεται ως υπερρεαλιστής είναι δυνατόν να πιστεύει σε κάποια απονομή χρίσματος ή κληρονομική διαδοχή είναι περιττό να απαντηθεί. Όσο για το πόσο λίγα πράγματα για τον υπερρεαλισμό φαίνεται να έχει καταλάβει ο Νάνος Βαλαωρίτης από τη συναναστροφή του τόσο με τον André Breton όσο και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, έχουμε τη βάσιμη υποψία ότι μάλλον εθελουσίως επέλεξε να τα ξεχάσει. Πάντως, το πρώτο που θα έπρεπε να φροντίσει να μην λησμονεί είναι ότι ο υπερρεαλισμός δεν μπορεί να προσωποποιείται, μη όντας κάποια καλλιτεχνική σχολή που κλείνει όταν ο “ιδρυτής” της κάποτε αναπόφευκτα αποδημήσει χωρίς να έχει ορίσει άξιους διαδόχους.

Αν, κατά την εποχή του περιοδικού Πάλι, ο Νάνος Βαλαωρίτης εξισορροπούσε μια κάποια αδυναμία συστηματοποίησης και διάδοσης του υπερρεαλιστικού δυναμικού με εμβριθείς αποφάνσεις περί της ποιητικής λειτουργίας ως περιπετειώδους αναδίφησης της ψυχικής ενδοχώρας, πλέον εμφανίζεται να αντιλαμβάνεται τον υπερρεαλισμό αποκλειστικά στο επίπεδο της εξατομικευμένης καλλιτεχνικής έκφρασης, ωσάν να επρόκειτο απλώς και μόνο για μία από τις πολυάριθμες λογοτεχνικές ή εικαστικές τάσεις που έχουν εμφανισθεί κατά τους τελευταίους δύο αιώνες. Σπεύδοντας να χαρακτηρίσει κάθε συλλογική δραστηριότητα που επιχειρεί να προβεί σε ένα στάδιο συστηματικότερης συλλογικής διερεύνησης και αμεσότερης βίωσης των υπερρεαλιστικών φαινομένων ως επαναληπτική και παρωχημένη, δεν μας εξηγεί ωστόσο με πειστικά και προπάντων συνεπή επιχειρήματα ποια διάδοχη κατάσταση έχει υπερβεί τον υπερρεαλισμό και ξεπεράσει τις κατακτήσεις του. Υιοθετώντας εντελώς ακαδημαϊκούς όρους (την ίδια στιγμή που σπεύδει να απορρίψει ως “ακαδημαϊκή” κάθε άποψη που δεν συνάδει απολύτως με τις όποιες διακυμάνσεις της σκέψης του) περιχαρακώνει τον υπερρεαλισμό μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια —αυτά της ζωής του Breton— αρνούμενος σε οποιαδήποτε ομάδα νεότερων από εκείνον ανθρώπων το δικαίωμα να τείνουν ευήκοον ους προς την υπερρεαλιστική φωνή, που εξακολουθεί να κηρύττει, μέσα από τις ελάχιστα γοτθικές, φευ, καταιγίδες της γενικευμένης ηλιθιότητας και της μεταμοντερνιστικής χλιαρότητας, τα επαναστατικά μηνύματα της απελευθέρωσης του πνεύματος και της ζωής από κάθε ηθικό, ιδεολογικό και υλικό καταναγκασμό.

Περιχαρακώνει επίσης ο Νάνος Βαλαωρίτης την κάθε μορφή υπερρεαλιστικής έκφρασης στην Ελλάδα μέσα στο δοκιμασμένο σχήμα μιας “τάσης” που δεν κατόρθωσε, άγνωστο γιατί, να αποκτήσει το χαρακτήρα κινήματος, αλλά που αποτελεί θέσφατο και κατά τα φαινόμενα οφείλει αφ’ ενός να βρίσκεται υπεράνω πάσης αμφισβήτησης και αφ’ ετέρου να απαγορεύει, υπό την ιδιότητα του ιστορικού προηγουμένου, κάθε νεότερη εγχώρια υπερρεαλιστική δράση. Την ίδια στιγμή που επιστρατεύει ακόμη και το παράδειγμα των καταστασιακών για να αντικρούσει τη συνέχιση του υπερρεαλιστικού κινήματος, εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει (ανάλογα με την εκάστοτε τοποθέτηση που αναγκάζεται να αντικρούσει) στην ιδέα μιας οργανωμένης ή μη ελληνικής υπερρεαλιστικής ομάδας, που είχε ή δεν είχε κάποια αμυδρά προοδευτική πολιτική χροιά, αλλά που πάντως έχει εν τέλει εξασφαλίσει μια θέση στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κάτι που είναι το μόνο που φαίνεται να ενδιαφέρει —και, εννοείται, κάτι που η όποια τρέχουσα ομάδα θα αδυνατούσε να διεκδικήσει με αναλόγως πειστικούς (για την κατεστημένη κριτική) όρους. Δυστυχώς ο Νάνος Βαλαωρίτης δεν είναι πλέον, φαίνεται, σε θέση να κατανοήσει πόσο λίγο μας ενδιαφέρει αυτό, αλλά και πόσο λίγο ενδιέφερε τον Ανδρέα Εμπειρίκο όταν, ήδη στα 1939, προειδοποιούσε κατά της θεώρησης του υπερρεαλισμού ως λογοτεχνικής σχολής, κατά της κολακείας των κριτικών και της αναγωγής του κινήματος σε μια, μεταξύ πολλών, στιγμή της “αισθητικής πρωτοπορίας”. Η αδυναμία των πρώιμων ελλήνων υπερρεαλιστών να διατηρήσουν μια συστηματική ομαδική δραστηριότητα (μολονότι τα παλαιότερα σχετικά γραπτά τους δεν επιτρέπουν διαστρεβλώσεις ως προς τις αρχικές επιδιώξεις τους) μετατρέπεται έτσι σε πιθανώς αξιέπαινο τεκμήριο τοπικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, καθώς και σε απαγόρευση των όποιων περαιτέρω κινήσεων. Είναι εξ άλλου τόσο απλό να περιορίζονται οι μορφές ριζικής αμφισβήτησης και διερώτησης σε “ξενόγλωσσες” κουλτούρες, ενώ οι ελαφρώς τσαλαπατημένες δάφνες της γενιάς του ’30 εγγυώνται τη συνέχιση της μεγάλης εγχώριας ποιητικής παράδοσης, πλήρη προσδοκιών για βραβεία, παρασημοφορήσεις, συνεντεύξεις και άλλες μορφές πρωτοποριακής παρέμβασης.

Φοβούμεθα όμως ότι η απόπειρά μας να προβούμε σε μιαν απάντηση δεν μας διασφαλίζει και την ανάπτυξη περαιτέρω διαλόγου με τον Νάνο Βαλαωρίτη, για τον απλό λόγο ότι διαφέρουμε υπερβολικά από αυτόν για να αποτελούμε ικανούς συνομιλητές του. Δεν είμαστε, αίφνης, κυριευμένοι από τάσεις ελιτισμού, δεν ζούμε μέσα σε φαντασιώσεις μεγαλείου, ούτε έχουμε ανάγκη από κόλακες, δεν αγόμεθα ούτε φερόμεθα από ξεσπάσματα και εγωιστικές παλινωδίες του θυμικού, ούτε αλλάζουμε απόψεις σύμφωνα με τον εκάστοτε αυτοπροσδιορισμό που μας συμφέρει. Διακατεχόμεθα από αρχές τις οποίες αρνούμαστε να απεμπολήσουμε έναντι ανταλλαγμάτων. Δεν υπολογίζουμε το πνευματικό ή ηθικό ανάστημα του καθενός με κριτήρια “επωνυμίας”, ή ανάλογα με τον αριθμό των βιβλίων που συνέγραψε ή των καλλιτεχνικών έργων που φιλοτέχνησε, ούτε αναζητούμε την υπαρξιακή μας σωτηρία μέσω της λογοτεχνικής καταξίωσης. Αντιθέτως διεκδικούμε την αμετάκλητή μας καταδίκη στην ατέρμονη αναζήτηση του υπερπραγματικού και τον διαρκή εμπλουτισμό της φαντασιακής μας επικράτειας με τα αποκαλυπτικά οράματα των δοκιμαστικών αποπειρών πραγμάτωσης των επιθυμιών μας.

Προπάντων, δεν επιδιώκουμε να συμπεριληφθούμε στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Θα θέλαμε ωστόσο να εκληφθούμε ως κακοήθη μοσχεύματα που κάποτε θα επιτύχουν να της προκαλέσουν ολέθρια σηψαιμικά φαινόμενα συνοδευόμενα από επιληπτικούς σπασμούς και εμετούς εγκεφαλικής ουσίας. Ευελπιστούμε να αποτελέσουμε την ενοχλητική παρωνυχίδα εκ της οποίας εν ευθέτω χρόνω θα προκύψει η μοιραία εκείνη γάγγραινα που θα την εξαναγκάσει σε ακρωτηριασμό του χεριού της, άλλοτε θιασώτη της συμπαθούς πρακτικής του καθημερινού αυνανισμού και πλέον συγγραφέως ογκωδών πεζογραφημάτων και λυρικών καταθέσεων ψυχής με αμυδρές προοπτικές κρατικών επιβραβεύσεων.

Δεν ισχυριζόμαστε, εξ άλλου, ότι αντιπροσωπεύουμε έναν υπερρεαλισμό “αυθεντικό” ή “κίβδηλο”. Αντιλαμβανόμαστε τον υπερρεαλισμό ως μία συνολική και αδιαίρετη σύλληψη που κάθε ανθρώπινη οντότητα είναι σε θέση να κατανοήσει και να ενστερνισθεί. Διερευνούμε τρόπους ανάλυσης και ερμηνείας των αντικειμένων του, διότι διαθέτουμε τη γνώση, τη βούληση και το απαραίτητο επίπεδο αντιληπτικότητας που μας καθιστά ικανούς να διαπραγματευόμαστε την κοσμοθεωρία του σε όλο της το φάσμα, δίχως να προβαίνουμε σε παρερμηνείες και διαστρεβλώσεις της, ή σε επιλεκτικές χρήσεις κατά τις οποίες αξιοποιούνται όσα στοιχεία της μας εξυπηρετούν εις βάρος άλλων παραμέτρων της, που αποσιωπώνται. Αντιλαμβανόμαστε ότι η διόλου επιλεκτική πίστη μας στην επαναστατική προοπτική του υπερρεαλισμού και στο ασίγαστο πνεύμα της υπερρεαλιστικής εξέγερσης φαντάζει ανεξήγητη σε όσους εκλαμβάνουν την έκφραση ως επάγγελμα. Ο σκανδαλιστικός εντοπισμός στοιχειωδών αρχών στη συμπεριφορά μας, εξηγεί την ευκολία με την οποία εγκαλούμεθα από τον Νάνο Βαλαωρίτη ως “δογματικοί στο έπακρο” (sic). Εάν πρόκειται έτσι να ξεχωρίσουμε από όσους διαστρεβλώνουν και αλλοιώνουν την φυσιογνωμία του υπερρεαλισμού, θεωρώντας τον απλώς ως μία διαφορετική τεχνοτροπία του μοντερνισμού, δεχόμαστε ευχαρίστως το χαρακτηρισμό αυτόν.

Αν, ωστόσο, η επισήμανση του εν λόγω “δογματισμού” υπαινίσσεται κάποιο χρέος συμμόρφωσης στα βιολογικά όρια ενός ανυπεράσπιστου νεκρού, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο υπερρεαλισμός, ως αφετηρία στοχασμού και πρακτικής εφαρμογής ενός εναντιωματικού τρόπου σκέψης, προϋπήρξε του Breton. Ο τελευταίος, από κοινού με όσους απάρτισαν την πρώτη υπερρεαλιστική ομάδα, συστηματοποίησε και θεωρητικοποίησε μια σειρά από συμπεριφορές και επιτεύγματα ορισμένων προδρομικών μορφών, ανακαλύπτοντας το λανθάνον ή μη δυναμικό τους. Το σύνολο πρακτικών, ενδείξεων και θεμελιωδών αρχών που προέκυψε βρήκε τη δικαίωσή του με την ίδρυση οργανωμένου υπερρεαλιστικού κινήματος προσανατολισμένου προς το πεδίο της δράσης, δηλαδή της εφαρμογής στην καθημερινή ζωή των ιδεών που πηγάζουν από το συνδυασμό επινοήσεων και εμπειριών διαφόρων επιπέδων της αντιληπτής και της νοητής πραγματικότητας. Ουδέποτε υπαινίχθηκε ο Breton ότι μετά το βιολογικό του θάνατο το κίνημα αυτό οφείλει να πάψει να υφίσταται, ούτε απαγόρευσε την ίδρυση νεότερων ομάδων ομοϊδεατών, η σκέψη των οποίων να εμπνέεται από τις κατακτήσεις του και να επιδιώκει την προέκτασή τους στο μέλλον.

Θα θέλαμε εξ άλλου να υπενθυμίσουμε στον Νάνο Βαλαωρίτη ότι κανένα κίνημα δεν μπορεί, εξ ορισμού, να εξαρτάται από τη ζωή ή τη βούληση ενός και μόνον ανθρώπου. Η επάνοδος (σύμφωνα με τη δεσποτική απαίτηση του Jean Schuster) σε ένα είδος άχρονου, “αιώνιου” υπερρεαλισμού στερεί τον υπερρεαλισμό ακριβώς από το στοιχείο που του προσέδωσε ο Breton για να τον καταστήσει κίνημα: τη χρονικότητα. Αν παρά ταύτα ο θάνατος του κινήματος μαζί με τον ιδρυτή του είναι τόσο προφανής, αν η σαθρότητα των θεμελίων του καθιστά αναγκαία τη μεταπήδηση ακόμη και όσων ταυτίσθηκαν προς στιγμήν μαζί του σε ασφαλέστερες σφαίρες της σκέψης και της έκφρασης, διερωτώμεθα τι είναι εκείνο που αναγκάζει τον Νάνο Βαλαωρίτη να χαλκεύει δηλώσεις του Breton περί μιας υποτιθέμενης όψιμης επιθυμίας του να καταργήσει το εν λόγω κίνημα, ή έστω το όνομά του. Αποδίδοντας την απροθυμία μας να κάνουμε το ίδιο σε άγνοια της σκέψης του Breton, χρησιμοποιεί ετεροχρονισμένα χωρία και προσωπικές του εικασίες, ωσάν να έπρεπε να αποβάλουμε τον προαναφερθέντα “δογματισμό” μας ακολουθώντας επί λέξει όσα μας βεβαιώνει ο Νάνος Βαλαωρίτης ότι διεμήνυσε ο Breton. Δυστυχώς, και παρά την ανωνυμία μας, γνωρίζουμε το έργο του Breton αρκετά καλά για να μην αρκούμαστε στις εν λόγω βεβαιώσεις, αλλά και για να μην περιοριζόμαστε στο έργο αυτό, εις βάρος όλων των άλλων μορφών έκφρασης και πράξης που το περιβάλλουν, συνυπάρχουν μαζί του και εν τέλει το διαδέχονται.

Το μόνο στο οποίο φαίνεται να συμφωνούμε, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι εμείς τουλάχιστον είμαστε ανοιχτοί στις προκλήσεις και τολμούμε να ριψοκινδυνεύουμε. Συνειδητοποιούμε όμως πλήρως το μέγεθος του διακυβεύματος και αναλαμβάνουμε ακέραιη την ευθύνη του χειρισμού του. Οι αιτιάσεις, άρα, του Νάνου Βαλαωρίτη περί ανευθυνότητας εκ μέρους μας δεν μας αφορούν διόλου. Ανεύθυνοι είναι μάλλον όσοι, αποστασιοποιημένοι από κάθε έμπρακτη δυνατότητα να βιώσουν χωρίς τη μεσολάβηση μιας άτεγκτης αιτιότητας όσες μεταμορφώσεις της συνείδησης μπορεί να λάβουν χώρα στα έγκατα της ύπαρξής τους, οχυρώνονται πίσω από διακριτικούς τίτλους και προσωπεία, ανίκανοι να αμφισβητήσουν το νόημα του ρόλου που έχουν επιλέξει να υποδυθούν για να κερδίσουν την μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή των κατεστημένων θεσμών και την εύνοια ενός κοινού παθητικών αποδεκτών. Και δεν είναι διόλου αξιόπιστοι όσοι κρίνουν ως αυτόκλητοι κήνσορες προθέσεις και ενέργειες, προτάσσοντας ως κύριο προσόν τους το κύρος που απορρέει από την ηλικία τους και το βαθμό αναγνωρισιμότητάς τους μέσα στο μικρόκοσμο της καλλιτεχνικής παραγωγής.

Πρέπει να γίνει καταφανές από την πλευρά μας ότι δεν ανήκει στις προθέσεις μας το να ασκήσουμε κανενός είδους συμβατική “τέχνη”, εκτός από αυτήν της υψηλής αισθητηριακής απόλαυσης που προσφέρει η υπερρεαλιστική θεώρηση του κόσμου. Δεν αποσκοπούμε στον εντυπωσιασμό ούτε στη μορφολογική ή θεματολογική πρωτοτυπία, δεν προσκολλώμεθα στο παρελθόν αλλά και ούτε μας απασχολεί η έννοια της ανανέωσης και της καινοτομίας, διότι δεν επιδιώκουμε να ξεπεράσουμε κανέναν εκτός ίσως από τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι άρα ξεκάθαρο ότι δεν αγωνιζόμαστε στο ίδιο στάδιο. Οι γραπτές ή εικαστικές δημιουργίες μας καταλαμβάνουν έναν σχετικά περιορισμένο τμήμα στο σύνολο των δραστηριοτήτων μας και δεν αποτελούν για εμάς ενδείξεις ταλέντου ή δεξιοτεχνίας, ούτε λειτουργούν ως μέσα αυτοεπιβεβαίωσης που τρέφουν τη ματαιοδοξία μας. Γνωρίζουμε καλά ότι το γραπτό ή εικαστικό έργο δεν είναι το μόνο, ούτε καν το κύριο, τεκμήριο υπερρεαλιστικής ταυτότητας ή έλλειψης αυτής. Για μας, κεντρικά κριτήρια για το κατά πόσον μπορεί κανείς να θεωρηθεί υπερρεαλιστής είναι η ευρύτητα της σκέψης του και η εγρήγορση του πνεύματός του, η ένταση της επιθυμίας του και η διαλεκτική της δραστηριοποίηση, ο βαθμός διαθεσιμότητάς του και η προθυμία του να πορευθεί στο δάσος των ενδείξεων της υπερρεαλιστικής περιπέτειας. Μέσα από την στενότερη δυνατή επεξεργασία κάθε είδους νοητικών και αισθητηριακών ερεθισμάτων με άλλες ανήσυχες υποκειμενικότητες, πιστεύουμε ότι μπορούμε να κατακτήσουμε την ανείπωτη πληρότητα της πολυπρισματικής βίωσης τυχαίων και αντιφατικών φαινομένων της αντικειμενικής πραγματικότητας διά της συνδυαστικής ερμηνείας των συνειδητών και ασυνείδητων αναπαραστάσεων του νου. Δεν υπάρχει, άρα, λόγος ανησυχίας για τη ματαιότητα του εγχειρήματός μας.

Προτρέπουμε λοιπόν τον Νάνο Βαλαωρίτη να πάψει πλέον να υποδύεται τον τιμητή του υπερρεαλισμού και να ασχοληθεί με την ευρύτερη διάδοση του έργου του, την επίτευξη όσης δημοσιότητας έχει ανάγκη για να αισθάνεται ικανοποίηση, τις λογοτεχνικές παρουσιάσεις και τις τιμητικές βραβεύσεις και να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην εξασφάλιση της υστεροφημίας του, αφήνοντάς μας ήσυχους να διαχειρισθούμε την “ανωνυμία” μας με όποιον τρόπο κρίνουμε ότι ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας.

Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθηνών, Ιανουάριος 2007

Σάββατο, Ιανουαρίου 06, 2007

UNLOCKING KLIDONAS

Klidonas, the magazine of the Athens Surrealist Group, provides the clearest, to date, outline of an activity that has so far unfurled for well over two years, yet whose roots lie deeper still. The founding of both the group and the magazine originates in the need felt by certain individuals, at a given point in time and space, to transform their subjective desires into collective adventures and risks, as well as to communicate their formative principles, experiences and perspectives
In a country like Greece, where surrealism has been departmentalized as a fertile influence on literary and (less so) on plastic artworks, but not as a systematic collective activity, the oppressive function of specialized criticism vis-à-vis all remotely authentic expression is particularly conspicuous. Thus, the initiative of a collective self-description and adhesion to the living surrealist movement, as in the cases of the Athens group and, a few years earlier, of the Surrealist Group of Ioannina, gives rise to the haughty reduction of surrealism, by self-appointed appraisers, to a (glorious or not) distant past, as well as to the shocked reactions of the said persons against the arrogance of a gesture not quite compatible with their abstract concept. This phenomenon would be hardly worthy of attention, were it not part of a wider, indeed international, practice.
As the object of the ruthless categorizing fury of aesthetics experts, philologists and professional cultural historians, surrealism is perhaps praised as a moment in the history of art, and, when the issue of “ideas” enters the (academic) picture, as a lost revolt, which, for reasons unknown, cannot possibly continue even though its causes have multiplied rather than vanished. On the other hand, surrealism is safely judged, within a process of self-recycled, institutional trivialization, and introduction of a facile questioning into the frame of educational syllabuses. Advanced as they may claim to be, these approaches cannot get rid of surrealism’s weight in any way other than positioning it into the moulds of impeccably delineated historical periods.
To be sure, surrealism as act and need is unthinkable for those academic analysts who claim the monopoly of its civil propagation or defamation, given that the concept has been introduced to them in the form of taught material, part of the very culture it has always sought to subvert before being restored to its original urge towards an expression wholly indifferent to cultural institutions. Surrealism is thus slyly transformed into compulsory knowledge rather than being recognized as an index in the direction of desire; hence the perpetuation of its falsification is guaranteed.
Yet the said desire does not for all that cease to exist. Surrealism insists on the principles that have rendered it into a particular viewpoint, a mode of action, an individual and collective experience: firstly, limitless availability vis-à-vis the well-nigh imperceptible motives that tend to invest life, if fleetingly, with a meaning that escapes that imposed by quotidian utility; secondly, the realization of the fact that the social condition working against the flourishing of such exceptional indices without for all that succeeding in effacing once and for all the fissures through which they may become felt is by no means a metaphysical necessity, as well as that subjective desire cannot be considered independently of trans-subjective communication; finally, the openness necessary for the detection of those elements of the surrealist viewpoint and activity which are deformed through their incorporation into institutionalized culture, or complicated by historical occurrences. Contrary to what many of its professional studiers claim, surrealism contains an exceptionally developed capacity for self-examination, fully compatible with its inquisitive nature.
In Greece, any attempt towards involvement with surrealism on the level of unequivocal adhesion rather than of the faint interest proper to retrospective study and theoretical embalming, or at best good-natured evocation, comes up against the kind of difficulties that may seem obvious yet are essentially linked to the intellectual laziness encouraged by past history. By exchanging the poetic function with the pettiness of literary production and education, the vast majority of writings referring to the early indigenous assumptions regarding surrealism reproduces the picture of a culture at once too underdeveloped to comprehend the movement’s perspectives and international dynamics, and invested with a convenient folkloric lyricism via which elements of surrealist imagery could serve the interests of national ideology.
The quaint charm of a supposed 1930s Greece —the construct of a self-contained local culture, transmitting fragments of a novel yet emphatically local lyricism, ignoring international processes and relying on the individual works of some more or less idiosyncratic and/or charismatic individuals— presupposes, of course, the agreement of those (now dead) who actually introduced surrealism in the country. Yet even a rudimentary study of those distant texts, of the first attempts towards group activity, reveals that here, too, surrealism was perceived from the outset as a movement, both as a tool for research and as a perpetual adventure that seeks collectivity and remains indifferent to literary ambition. Already in 1939, Andreas Embirikos labeled his first book an “act” of the movement, rather than a literary exercise, while warning against the critical establishment’s usurpation of modes of expression and experience foreign to it. Almost seventy years later, the failure of early indigenous surrealists to maintain consistent group activity involving systematic collective public interventions is declared either a virtue or an inevitable handicap — or indeed evoked merely to scare away all who might attempt a newer venture along such lines. The many hopelessly lame moves in that direction over the course of the past four decades do not set the standard for what is to follow; rather, they serve to point out the necessity to break with a tradition of grave inertia.
Necessity, however, is never far removed from chance. The desire to develop surrealist activity in Greece attained expression in the past few years due to the acts of individuals or smaller groups who ignored each other’s presence to start with. The network of fortuitous encounters, gestures whose consequences were unrelated to their original motives, internal resistances and conscious engagements that have led to the current situation does not testify to some magic panacea; rather, it constitutes part of an endless and anything but straight route that has long ceased, for each one of us, to be merely individual.
Klidonas thus records a moment in the development of the group, to which by now have come to participate members of the Surrealist Group of Ioannina who live currently in Athens. Apart from texts and collective games by the two groups, the introductory issue of Klidonas contained translations of texts by groups and members of the international movement, something that will continue over the following issues. For the first time in the Greek language there are available in the same publication texts by the contemporary Paris group, the Czech-Slovak group, the Chicago group, as well as by groups operating in England (in Leeds and London). Our objective is the systematic presentation of activities and directions that have developed within the context of surrealism from the early post-war period onwards. This wealth of material remains for the most part unknown, not only in Greece, in the name of a procrustean approach on behalf of international criticism, whose need for sell-by dates urges it to deprive surrealism of its essential character as an international movement, by identifying it with the life and death of its major theoretician, André Breton.
The felt necessity to supply information should not at all be understood as an urge to contradict a suggestion that may easily derive from such convictions as the above: in other words, that the current surrealists should prove, if not their very existence, at least the cohesion and value of their undertaking. We are wholly indifferent to a dialogue rendered in art-market terms, whereby the official decision is already inscribed in the question, while alternative options are always means of reducing risk to safe categorization and revolution to mere evolution. Our goal regarding this sector —as witnessed in the recent Athens exhibition of the Czech-Slovak surrealist group in collaboration with the Athens group at the Babel festival— is the promotion of knowledge regarding international groups and perspectives. Yet knowledge is intertwined with practice and communication, hence our availability for criticism and invitations to dialogue. As for our future publications and manifestations, we hope to be back with more fairly soon.

Written in January 2007 for the public presentations of the first issue of Klidonas and printed on issue No 2.