Δευτέρα, Μαΐου 30, 2011

Σουρρεαλιστικά Εργαλεία Επιβίωσης - Εκδήλωση



Το τέλος του κόσμου πλησιάζει!

Η μέρα της κρίσης έφτασε!

Θα μπορέσει η φαντασία να σώσει την ανθρωπότητα;

Μετά τις νέες έρευνες για την επιστροφή της αντιύλης,

η Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας και άλλοι Ιθαγενείς και Ευρωπαίοι σουρρεαλιστές

σας καλούμε να βουτήξουμε

στο αυτοσχέδιο τούνελ του επιταχυντή της υπερπραγματικότητας,

μήπως και επινοήσουμε –έστω την ύστατη στιγμή– τα απαραίτητα εργαλεία επιβίωσης

που θα απαλλάξουν το ανθρώπινο είδος

από τη σημερινή του κατάντια.

Τα πρώτα πειραματικά Σουρρεαλιστικά Αντικείμενα Επιβίωσης

θα εκτεθούν στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο NOSOTROS,

Θεμιστοκλέους 66, Εξάρχεια.

Σάββατο-Κυριακή 4-5 Ιούνη 2011

(ώρες γραφείου)

Σχετική συζήτηση-εκδήλωση

θα γίνει το Σάββατο 4 Ιούνη, στις 8.30 μ.μ., στον ίδιο χώρο.

Σας προσκαλουμε ολεσ & ολουσ!

Η πιο παράφορη ελπίδα μέσα στην πιο βαθια απελπισια

(κείμενο για την εκδήλωση για τα σουρρεαλιστικά εργαλεία επιβίωσης)

«Ποτέ πριν ένα μηδέν

δεν έκρυβε τόση αισιοδοξία»

[διαφημιστικό σλόγκαν της Τράπεζας Πειραιώς]

Οι μηχανές που αναπαράγουν το εκμηδενισμένο Πραγματικό δουλεύουν ασταμάτητα: μας νανουρίζουν τις νύχτες, μας τραγουδούν όταν ο ήλιος ανατέλλει, μας δονούν όταν ο ήλιος μεσουρανεί, μας βυθίζουν στη θάλασσα των μπλεγμένων καλωδίων τους όταν και πάλι σουρουπώνει. Η αντικειμενική πραγματικότητα δεν είναι πια μονάχα φτωχή, ανεπαρκής, «λιγοστή», όπως κάποτε έγραφε ο André Breton. Τείνει να γίνει κυριολεκτικά εφιαλτική: μια θεατρική σκηνή όπου κάθε δευτερόλεπτο ένας δαιμόνιος υποβολέας ανακοινώνει την επόμενη καταστροφή, παρουσιάζοντάς την ως αναγκαία εξέλιξη σε μια πλοκή που έχει τόσο νόημα όσο και ένας ισολογισμός μιας εταιρείας υπό εκκαθάριση. Δεν υπάρχει ορίζοντας, αυτό μας διαβεβαιώνουν διαρκώς τα μικρόφωνα, οι επιφυλλίδες, οι ψίθυροι, τα επίσημα ανακοινωθέντα, ούτε πίσω μας ούτε μπροστά μας. Το παρελθόν παρουσιάζεται ως ένα επαναλαμβανόμενο μοιραίο σφάλμα. Το μέλλον ως μια επιβεβλημένη προέκταση, χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση, ενός παρόντος ελεγχόμενου, με καθορισμένους μάλιστα δείκτες επίτευξης μιας καθολικής προσαρμογής. Το αιώνιο παρόν εκρήγνυται στις φωτοδιόδους της οθόνης.

Σε μια τέτοια δυστοπική πραγματικότητα, όπου φαίνεται να μην έχει απομείνει ούτε μια οπή στον καθρέφτη του παρόντος ώστε να εισέλθουν οι σπινθήρες από την αμφίρροπη εκτύλιξη του μέλλοντος, η ζωή εκπίπτει σε αγώνα για επιβίωση. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να ξυπνήσουμε το επόμενο πρωί, να φτιάξουμε τα απαραίτητα εκείνα εργαλεία που θα μας εξασφαλίσουν άλλη μια μέρα, άλλον ένα μήνα, άλλη μια χρονιά. Οι μηχανές της πολιτικής οικονομίας μεριμνούν, άλλωστε, και γι’ αυτό το πρόβλημα «διαχείρισης ανθρώπινων πόρων», που κατά τα λοιπά εξειδικεύεται στην προσωπική βουβή απόγνωση. Η διαιτητική της καθυπόταξης του σώματος στο ρυθμό της αποδοτικής του χρήσης περιλαμβάνει μια σειρά από τεχνικές προσωρινής λήθης, ωριαίας αναψυχής, ημερήσιας αναζωογόνησης, και νυχτερινής διάχυσης στο απαστράπτον Μηδέν της «εξόδου με παρέα» χωρίς έξοδο και χωρίς συντρόφους, της πυρετώδους φυγής προς τα neon σπλάχνα του ολοσχερώς εμπορευματοποιημένου κόσμου. Μεθοδική υπαγωγή της ζωής στη σχέση-κεφάλαιο: το life-style που χωράει μια απειρία life-styles, που αποτελεί, κυριολεκτικά, την τελευταία λέξη όλων των δυνατών life-styles, όλων όσων υπάρχουν κι όσων μπορούν να επινοηθούν. Άλλοτε οι φιλόσοφοι πάσχιζαν να υποδείξουν τα κατάλληλα μέσα για να τελεσφορήσει η επιμέλεια του εαυτού. Τώρα, οι διαφημιστές προτείνουν εύκαιρες λύσεις για να ανανεωθεί η κατανάλωση του εαυτού, η ταυτοποίηση κάθε ανεπανάληπτου στη μοναδικότητά του όντος ως κοινού στη μηδαμινότητά του φορέα αγοραστικής δύναμης και παράγοντα πολλαπλασιασμού του κεφαλαίου, της συσσωρεύσιμης απονεκρωμένης εργασίας. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι οι διαφημιστές δεν ψεύδονται. Λένε την αλήθεια: ο γυμνός βασιλιάς χορεύει χαρωπός ανάμεσα στα πτώματα, γιατί όλα τα βλέμματα έχουν πράγματι πέσει πάνω του, αλλά σχεδόν κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν σηκώνεται να φύγει απ’ αυτήν την αποτρόπαιη τελετουργία, γιατί σχεδόν κανένας δεν ελπίζει ότι κάτι άλλο μπορεί όντως να υπάρξει, πέρα από τον αιματηρό χορό του βασιλιά και την κατάφωρη γύμνια του.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους σε περίοδο κρίσης παρέχονται, επίσης, και από πνευματικούς ταγούς και καλλιτέχνες, συχνά και ως έκφραση μιζεραμπιλισμού. Μπορεί η εικαστική φαντασία να λειτουργήσει ως αντίδοτο στο καθημερινό δηλητήριο; Να αποκαλύψει αχτίδες φωτός εκεί όπου όλα μοιάζουν να κατακρημνίζονται στο αδιαπέραστο σκοτάδι των δεικτών της δημοσιονομικής σταθερότητας; Κι αν το δούμε από μιαν άλλη μεριά, και δη εκείνη που σήμερα καλύπτει όλες τις άλλες, το να ζωγραφίζουμε, να ασκούμε τη φαντασία μας, να ονειρευόμαστε, να επιθυμούμε αντικείμενα που δεν υπάρχουν, όλα αυτά δεν είναι ασυγχώρητη πολυτέλεια σε τέτοιους καιρούς; Ο κυρίαρχος κυνισμός μπορεί να δείξει συγκατάβαση σε διαβήματα αυτού του είδους, αρκεί να πρόκειται για καλλιτέχνες και για εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται στα οριοθετημένα χωρικά ύδατα της τέχνης ως διαχωρισμένης σφαίρας του δημόσιου βίου, ή ακριβέστερα ως επιμέρους κλάδου της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Εντός των ορίων αυτής της σφαίρας, η επιβίωση μπορεί μονάχα να τεθεί είτε ως ιδεατή φυγή που σβήνει με αλάτι τη δίψα για μια πραγματική έξοδο απ’ το υπάρχον, είτε ως παραδοχή, αισθητική κατάφαση της τωρινής εξαθλίωσης. Θα ήταν οπωσδήποτε άδικο να υποτιμήσουμε τη σημασία της δημιουργικής φαντασίας, ακόμα κι αν αυτή εγκλωβίζεται στα όρια της παραγωγής αισθητικών μορφών. Είναι, όμως, κρίσιμο να επιμείνουμε στον κόμπο που εδώ πρέπει να κοπεί: όσο η αντικειμενική πραγματικότητα δεν αμφισβητείται ριζικά, δεν τοποθετείται κάτω από την αιχμή της επίκαιρης κριτικής ως αυτό που είναι, ως μηδαμινή, κάθε πρόταση επιβίωσης θα καταλήγει να μην είναι παρά στρατήγημα επανένταξης σε έναν κόσμο που συντρίβει, ελέγχει και καθυποτάσσει την ίδια τη ζωή.

Ο σουρρεαλισμός, η μεθοδική και συλλογική αναζήτηση του Υπερπραγματικού, του πεδίου, δηλαδή, των πραγματικών δυνατοτήτων που έχουν απωθηθεί ή δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί, λανθάνοντας στα βάθη της βιωμένης εμπειρίας, ήταν απ’ την αρχή, και εξακολουθεί να είναι, ένα διεθνές κίνημα για την αλλαγή του κόσμου και την αλλαγή της ζωής. Πάντοτε επιδίωκε, κινητοποιώντας το συμβολικό τροχό του, να διανοίξει χώρο για την άρνηση αυτού του κόσμου και αυτής της ζωής, για τη συστηματική υπονόμευση κάθε οριστικού «έτσι είναι» που καθηλώνει τα ανθρώπινα όντα στο παρόν της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Ο διεθνής του χαρακτήρας ήταν και είναι κρίσιμος ακριβώς γιατί δεν μπορούσε να μείνει άθικτη η ίδια η υπάρχουσα κοινωνική παραγωγή του χρόνου και του χώρου που περιορίζει τη βιωμένη εμπειρία στην ιστορικότητα του έθνους και στις περιφράξεις του κράτους. Ο κινηματικός του χαρακτήρας ήταν και είναι απαραίτητος ώστε η συλλογική δράση να κατατείνει στην έμπρακτη αμφισβήτηση όλων εκείνων των διαχωρισμών που αναπαράγουν τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις ως τις μόνες νοητές ανθρώπινες σχέσεις και τις «καλύτερες δυνατές»: πάνω απ’ όλα το διαχωρισμό μεταξύ των παραγωγών και των καταναλωτών των μορφών της υποκειμενικής δημιουργικής έκφρασης. Φέροντας ανεξίτηλο το στίγμα της εποχής που τον γέννησε, της φρίκης στα χαρακώματα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και της ελπίδας στα οδοφράγματα της Πετρούπολης και του Βερολίνου, ο σουρρεαλισμός δεν έπαψε ποτέ, ακόμα και σε εποχές σχετικής νηνεμίας και οικονομικής άνθισης, να καταδεικνύει την ένδεια, την ασημαντότητα, και ταυτόχρονα την καταστροφική δυναμική, της αντικειμενικής πραγματικότητας υπό τη σχέση-κεφάλαιο. Όχι για να προκρίνει μιαν άκριτη απομάκρυνση στο Ιδεατό, ούτε για να ενισχύσει ένα αίσθημα αποστροφής προς τα εγκόσμια και τη συνακόλουθη τάση απομόνωσης στα άδυτα του καθαρού Εγώ. Ούτε μεσσιανισμός ούτε ασκητισμός: η δράση των ανά τον κόσμο σουρρεαλιστικών ομάδων είναι μια συμβολή στην παγκόσμια κοινωνική επανάσταση, στην ανάδυση του κόσμου-που-μένει-να-έλθει, της ζωής που αγωνίζεται να χειραφετηθεί. Και η ζωή, ακόμα και σήμερα, όταν η αντικειμενική πραγματικότητα δομείται όπως ένας εφιάλτης, συνεχίζει να αγωνίζεται να χειραφετηθεί. Η ζωή είναι αλλού: στους δρόμους του κοινού αγώνα, όπου κανένα χυμένο αίμα δεν στεγνώνει αδιάφορα, στα παράθυρα που ενάντια σε κάθε προγνωστικό επιμένουμε να ανοίγουμε, στις πράξεις καθημερινής ανυπακοής ή αλληλεγγύης, στις απρόβλεπτες συναντήσεις, στην παραφορά του έρωτα ή στις εκλάμψεις του ανελέητου, μαύρου χιούμορ, όταν ο καθρέφτης του παρόντος ραγίζει, και είναι αναπόφευκτο να ραγίσει, γιατί το παρόν υπονομεύεται, και μάλιστα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, από τις ίδιες τις αντιφάσεις και τον παραλογισμό που το γέννησε.

Από μια τέτοια προοπτική θέση, η επιβίωση δεν μπορεί να εκληφθεί ως διάσωση της ύπαρξης υπό τις παρούσες συνθήκες, πολλώ δε μάλλον ως ανάκαμψη στη ζωή όπως ήταν πριν ξεσπάσει ανοιχτά η κρίση. Το να επιβιώσουμε σημαίνει να ζήσουμε αλλιώς, να χαράξουμε οδούς εκφυγής απ’ το υπάρχον. Αν σήμερα το αφήγημα της καπιταλιστικής προόδου καταρρέει, συμπαρασύροντας την αίσθηση ασφάλειας που όσοι και όσες έτυχε να ζούμε σε «ζώνες ευμάρειας» στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες τρέφαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια για την εξέλιξη του βίου μας, εμείς πρέπει να επινοήσουμε ένα αφήγημα εξόδου από την καπιταλιστική βαρβαρότητα που τώρα εκτίθεται γυμνή μπροστά μας, δίπλα μας, γύρω μας, παντού, από την Φουκουσίμα ως το Ουισκόνσιν. Αν η εργασία αποκτά χωρίς προσχήματα τη μορφή μιας στυγνής υποδούλωσης, αν η κυριαρχία του κεφαλαίου εκδηλώνεται, όπως πράγματι είναι, ως κυριαρχία της νεκρής, αντικειμενοποιημένης, συσσωρευμένης εργασίας επί της ζωντανής εργασίας, επί της δημιουργικότητας, δηλαδή, των εργαζόμενων σωμάτων, εμείς πρέπει να διεκδικήσουμε την εργασία ως παιχνίδι, δοκιμάζοντας να ασκήσουμε και να οξύνουμε την ικανότητά μας να μετασχηματίζουμε τα αντικείμενα με τα οποία σχετιζόμαστε σε ιερογλυφικά της επιθυμίας. Αν η οικονομία, αντί να είναι ένα φιλόξενο γήπεδο πολλαπλών ευκαιριών όπως τόσα χρόνια ισχυρίζονταν οι πρόμαχοι της επιχειρηματικότητας, γίνεται πεδίο βολής, εμείς πρέπει να επιδείξουμε ακόμα πιο σοβαρά συμπτώματα αντιπαραγωγικής, με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, συμπεριφοράς, να αποδυθούμε σε εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης της καθημερινής ζωής, προαναγγέλλοντας τη μέλλουσα κοινότητα των αυτόνομων ανθρώπινων όντων, αποδεικνύοντας ότι η δυνατότητά της είναι πραγματική. Αν σήμερα η τέχνη μοιάζει να είναι πολυτέλεια των αφεντικών και εξαγοράσιμο διάλειμμα, πριν και μετά τις διαφημίσεις, των προλεταρίων, εμείς πρέπει να φέρουμε στο φως τα πιο παράδοξα δείγματα της μαγικής τέχνης, μιας τέχνης ανταγωνιστικής στην πολιτισμική βιομηχανία, που δεν αποκόπτεται από τη ρέουσα ολότητα της ζωής, που αποτυπώνει, πυροδοτεί, εκλύει τη δημιουργικότητα της ζωντανής εργασίας πέρα από ηθικές η αισθητικές προκαταλήψεις, χωρίς ποτέ να καταντά πιόνι αξιοποιήσιμο σε πολιτικούς ή οικονομικούς σχεδιασμούς. Αν τα μεγέθη στα οποία ανάγεται κάθε κοινωνική δραστηριότητα δεν βγαίνουν, εμείς πρέπει να πετάξουμε τους ισολογισμούς στα σκουπίδια, να υπερασπιστούμε και να αναπτύξουμε περαιτέρω κάθε δραστηριότητα που παραβιάζει την αρχή της αποδοτικότητας, και αντίθετα ενισχύει την ευχέρειά μας να ερωτευόμαστε, να ονειρευόμαστε, να εμμένουμε σε ό,τι μας έλκει, να αφήνουμε το σώμα μας να περισπάται και να ανακαλύπτει έτσι τις δυνατότητές του. Το να σωθούμε από την καταστροφή προϋποθέτει να μην αφήσουμε τις κοινωνικές εκείνες σχέσεις που αναπαράγουν την καταστροφή ως κανονικότητα να σωθούν.

Στη συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε δεν λείπουν οι αντιστάσεις. Μοιάζει όμως να λείπει, ή να είναι προς το παρόν δραματικά ανίσχυρη, η ελπίδα για μιαν άλλη ζωή. Οι «σουρρεαλιστικές εργαλειοθήκες επιβίωσης», για τις οποίες μίλησε πρώτη πριν από δυο περίπου δεκαετίες οι Leonora Carrington, στις συζητήσεις της με την Penelope Rosemont, έχουν ως στόχο την αναζωπύρωση αυτής της ελπίδας: «να αντισταθμίσουν τα καταστροφικά συμβάντα της καθημερινής ζωής, να μας σώσουν στους πιο δύσκολους καιρούς, να αφυπνίσουν και πάλι μέσα μας την αίσθηση του θαυμαστού και να ανανεώσουν την ικανότητά μας για ονειροπόληση και εξέγερση»[1]. Πρόκειται για συλλογές ποιητικών, μαγικών, ονειρικών αντικειμένων που λειτουργούν συμβολικά, ως δείκτες της ικανότητάς μας να υπερβαίνουμε τα όρια της ατομικής μας υπόστασης στην κατεύθυνση μιας καθολικής χειραφέτησης. Η παραγωγή τέτοιων «εργαλειοθηκών» δεν αποτελεί, ασφαλώς, μια πρόταση ανταγωνιστική σε άλλες, πιο παραδοσιακές, μορφές ανάπτυξης της επαναστατικής συνείδησης. Δεν είναι ούτε η μόνη, ούτε η κύρια, οδός για την επανεφεύρεση της ελπίδας. Οι κοινωνικοί αγώνες που σήμερα διεξάγονται, οι νικηφόρες εξεγέρσεις, που ήδη ανάγκασαν ισόβιους προέδρους να μπουν στο ελικόπτερο, είναι τα συμβάντα που προπάντων θα μας κάνουν να ορίσουμε εκ νέου τι μπορούμε και τι αξίζει να ελπίσουμε. Η εμπλοκή στη σουρρεαλιστική περιπέτεια δεν υπόσχεται τίποτα παραπάνω από τη ριζοσπαστικοποίηση του υποκειμενικού δυναμικού για επανάσταση, ενεργοποιώντας την πολλαπλότητα των ανθρώπινων αισθητικών, νοητικών και συγκινησιακών δυνάμεων για την αλλαγή του κόσμου και της ζωής συνδυάζοντας την έξαρση του συλλογικού αγώνα με τους κλονισμούς που καθένας και καθεμιά μας βιώνει όταν εγκαταλείπεται στις δικές του/της αβύσσους.



[1] Penelope Rosemont, “A Revolution in the Way We Think and Feel – Conversations with Leonora Carrington”, in Ron Sakolsky (ed.), Surrealist Subversions: Rants, Writings and Images by the Surrealist Movement in the United States, New York: Autonomedia, 2002, pp. 184-190.

The most fervent hope in the depths of despair

(a text from the Athens group for the “surrealist survival kits” event)

“Never before has zero given rise to such optimism.”

[translation of an advertising slogan for Piraeus Bank]

The machines reproducing the annihilated Real work nonstop: they lull us to sleep at night, sing to us when the sun rises, shake us when the sun reaches its zenith, then plunge us into the sea of their tangled cables when dusk once more sets in. No longer is objective reality merely poor, inadequate, “trifling,” as André Breton once put it. Rather, it tends to become literally nightmarish: a theatrical stage where, with every passing second, a demoniac prompter announces the next destruction, presenting it as a necessary development in a plot that is as meaningful as the balance of a company under liquidation. There is no horizon in sight, either before us or behind us: this is what is announced to us, incessantly, by microphones, editorials, whispers, official communiqués. The past is constructed as a recurrent fatal error; the future as the compulsory extension, without the slightest deviation, of a present controlled by the fixed achievement indicators of a total adjustment. The eternal present explodes in the screen’s light-emitting diodes.

In such a dystopian reality, where seemingly not a crack has remained on the mirror of the present to allow the entrance of the sparks from the ambivalent unfolding on the future, life is reduced to a struggle for survival. We must find a way to wake up the next morning, to construct those essential tools that will help us make it through yet another day, another month, another year. After all, the machines of political economy also cater for this problem pertaining to the “management of human resources”, which otherwise specializes in personal, silent despair. The dietetics of the body’s submission to the rhythm of its productive use includes a number of techniques for temporary oblivion, hourly diversion, daily reinvigoration and nightly diffusion into the glittering Zero of “going out with friends”, which has nothing to do either with the outside or with friendship, being the fervent flight towards the neon entrails of the utterly commercialized world. Methodical reduction of life to the capital-relation: the lifestyle, which includes an infinity of lifestyles, which constitutes literally the last word of all possible lifestyles, those already existent and those remaining to be invented. Once, philosophers struggled to indicate the appropriate means for self-care; now, advertisers propose handy solutions for the renewal of self-consumption, of the identification of each being, unrepeatable in its uniqueness, as one vehicle (common in its nonentity) of purchase power, as a factor of the multiplication of capital, of the accumulable, mortified work. The problem, however, is that advertisers do not lie; they speak the truth: the naked king dances merrily over the corpses, yet almost none of those present rises to leave this appalling ritual, for almost no one hopes that something else may really exist, other than the king’s bloody dance and his flagrant nakedness.

Navigation manuals are provided by intellectual leaders and artists as well, often as an expression of miserabilism. Can plastic imagination function as an antidote to everyday poison? Might it reveal rays of light where everything appears to crumble into the impervious abyss of the indicators of financial stability? And, if seen from another angle, indeed from the one that today appears to reign over all the others, painting, the exercise of imagination, dreaming, the desire for objects that do not as yet exist — are these not an unforgivable luxury in our present times? The dominant cynicism may prove tolerant towards those kinds of ventures, on condition that these involve artists and manifestations that operate within the delimited territory of art as an autonomous sphere of public life, or, more accurately, as a separate branch of capitalist production. Within the limits of this sphere, survival can only ever be evoked either as an ideal escape that quenches with salt the thirst for a real escape from that which exists, or as an admission, an aesthetic affirmation of the present misery. It would obviously be unfair to devalue the importance of creative imagination, even when encaged within the realm of aesthetic forms. Yet it is crucial to insist upon the knot that must here be cut: as long as objective reality is not questioned radically, not placed at the point of the temporal/critical sword as it really is, namely as null, any proposal for survival will end up being no more than a stratagem for readjustment in a world that crashes, controls and subdues life itself.

Surrealism, the committed and collective search for the surreal, that is, for the field of real possibilities that have been repelled, or that have yet to be discovered, lurking as they are in the recesses of lived experience, has always been, and still is, an international movement for the change of the world, and of life. It has always sought, by setting its symbolic wheel in movement, to open up a space for the negation of this world, and this life, for the systematic undermining of all definitive claims in favor of “things as they are,” which fix humans to a present of exploitation and oppression. Its international character was and is crucial precisely because the existing social production of time and space itself, which limits lived experience to the historicity of nations and the enclosures of states, could not have remained unchallenged. Its status as a movement was and is essential for collective action to tend towards the active questioning of all those divisions that reproduce the dominant social relations as the only human relations imaginable, as well as the “best possible”: above all, of the division between producers and consumers of subjective creative expression. Bearing the indelible marks of the age that gave rise to it (that of the horrors at the trenches of the First World War and of the hopes blooming at the barricades of Petrograd and Berlin), surrealism never ceased, even at times of relative calm and financial growth, to expose the poverty, the insignificance, as well as the destructive potential of objective reality under the capital-relation; not in order to propound an uncritical recourse to the Ideal, nor to reinforce a feeling of aversion towards worldly things and the concomitant isolation in the innermost depths of pure Ego.

Neither Messianism nor asceticism: the action of surrealist groups the world over is a contribution to the international social revolution, to the emergence of the world-that-is-to-come, of life that struggles for its emancipation. And life, even today, when objective reality is structured like a nightmare, keeps struggling for its emancipation. Life is elsewhere: on the streets of common fights, where no shed blood dries up indifferently, on the windows which, against all forecasts, we persist in opening, in the acts of everyday disobedience or solidarity, in unpredicted encounters, in the transports of love or the illuminations of merciless black humor, when the mirror of the present cracks, and cannot but crack, since the present is undermined, indeed more than ever before, by the very contradictions and absurdities that gave rise to it.

From such a perspective, survival should not be grasped as the rescue of existence under the present conditions; no more so than it may be seen as a restoration to life as it was before the outbreak of the crisis. To survive means to live differently, to trace escape routes from that which exists. If today the narrative of capitalist progress is collapsing, along with the sense of safety harbored in the course of the preceding years by those of us who happened to live in the “zones of prosperity” of the developed capitalist countries regarding our lives’ outcomes, it is we who must now invent a narrative of exiting the capitalist barbarity now exposed to us in all its nudity, beside us, around us, everywhere, from Fukushima to Wisconsin. If work assumes, without any pretexts, the form of a brutal enslavement, if the dominance of the capital manifests itself as it really is, as the dominance of dead, objectified, accumulated work over living work (that is, over the creativity of the working bodies), we must claim work as a game, by trying to exercise and sharpen our ability to transform the objects to which we relate into hieroglyphics of desire. If finance, rather than being a hospitable playground as asserted for so many years by champions of enterprise, becomes a shooting range, we must display even more serious symptoms of counterproductive (according to their criteria) behavior, engage in projects aiming at the self-management of everyday life, announcing the future community of autonomous humans, proving that its possibility is a real one. If today art appears to be the bosses’ luxury and the redeemable intermission (before and after the ads) of proletarians, we must bring to light the most curious specimens of magic art, an art that opposes the cultural industry, that never abandons the fluid totality of life, that records, ignites, releases the creativity of living work beyond moral or aesthetic prejudices, without ever being reduced to a pawn for use in political or financial planning. If the numbers to which every social activity is reduced do not add up, we must throw all balances in the garbage bin; we must defend and develop further every activity that violates the principle of efficiency, and that, on the other hand, reinforces our ability to love, to dream, to persist in what attracts us, to let our bodies be distracted and thereby discover its own potential. Our survival from destruction presupposes that we do not allow the survival of those social relations that reproduce destruction as normality.

In the current circumstances, resistance is not scarce. What appears to be missing, or to be at present dramatically powerless, is the hope for another life. The “surrealist survival kits,” evoked for the first time some two decades ago by Leonora Carrington in her discussions with Penelope Rosemont, aim at reigniting this very hope: “The purpose of these kits is to offset the destructive facts of daily life, to pull us through the hardest times, to reawaken our sense of wonder and to renew our capacity for revery and revolt.”[1] These are collections of poetic, magical, oneiric objects that function symbolically, as indicators of our capacity for overcoming the limits of our individual substance in the direction of total emancipation. The production of such “survival kits” does not, of course, constitute a proposition that antagonizes other, more traditional, forms of developing a revolutionary consciousness. It is not the sole, or even the main, route for the reinvention of hope. The social struggles unfolding today, the victorious revolts that have already forced lifelong presidents to take their leave on helicopters, are the foremost events that will make us define anew what we can do and what is worth hoping for. Engagement in the surrealist adventure promises nothing more than the radicalization of the subjective potential for revolution, by mobilizing the multiplicity of the human aesthetic, intellectual and emotive forces towards the change of the world and of life, combining the exaltation of collective struggle with the agitation experienced by each one of us when abandoned to her or his abysses.



[1] Penelope Rosemont, “A Revolution in the Way We Think and Feel – Conversations with Leonora Carrington”, in Ron Sakolsky (ed.), Surrealist Subversions: Rants, Writings and Images by the Surrealist Movement in the United States, New York: Autonomedia, 2002, p. 190.