Δευτέρα, Μαΐου 30, 2011

Η πιο παράφορη ελπίδα μέσα στην πιο βαθια απελπισια

(κείμενο για την εκδήλωση για τα σουρρεαλιστικά εργαλεία επιβίωσης)

«Ποτέ πριν ένα μηδέν

δεν έκρυβε τόση αισιοδοξία»

[διαφημιστικό σλόγκαν της Τράπεζας Πειραιώς]

Οι μηχανές που αναπαράγουν το εκμηδενισμένο Πραγματικό δουλεύουν ασταμάτητα: μας νανουρίζουν τις νύχτες, μας τραγουδούν όταν ο ήλιος ανατέλλει, μας δονούν όταν ο ήλιος μεσουρανεί, μας βυθίζουν στη θάλασσα των μπλεγμένων καλωδίων τους όταν και πάλι σουρουπώνει. Η αντικειμενική πραγματικότητα δεν είναι πια μονάχα φτωχή, ανεπαρκής, «λιγοστή», όπως κάποτε έγραφε ο André Breton. Τείνει να γίνει κυριολεκτικά εφιαλτική: μια θεατρική σκηνή όπου κάθε δευτερόλεπτο ένας δαιμόνιος υποβολέας ανακοινώνει την επόμενη καταστροφή, παρουσιάζοντάς την ως αναγκαία εξέλιξη σε μια πλοκή που έχει τόσο νόημα όσο και ένας ισολογισμός μιας εταιρείας υπό εκκαθάριση. Δεν υπάρχει ορίζοντας, αυτό μας διαβεβαιώνουν διαρκώς τα μικρόφωνα, οι επιφυλλίδες, οι ψίθυροι, τα επίσημα ανακοινωθέντα, ούτε πίσω μας ούτε μπροστά μας. Το παρελθόν παρουσιάζεται ως ένα επαναλαμβανόμενο μοιραίο σφάλμα. Το μέλλον ως μια επιβεβλημένη προέκταση, χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση, ενός παρόντος ελεγχόμενου, με καθορισμένους μάλιστα δείκτες επίτευξης μιας καθολικής προσαρμογής. Το αιώνιο παρόν εκρήγνυται στις φωτοδιόδους της οθόνης.

Σε μια τέτοια δυστοπική πραγματικότητα, όπου φαίνεται να μην έχει απομείνει ούτε μια οπή στον καθρέφτη του παρόντος ώστε να εισέλθουν οι σπινθήρες από την αμφίρροπη εκτύλιξη του μέλλοντος, η ζωή εκπίπτει σε αγώνα για επιβίωση. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να ξυπνήσουμε το επόμενο πρωί, να φτιάξουμε τα απαραίτητα εκείνα εργαλεία που θα μας εξασφαλίσουν άλλη μια μέρα, άλλον ένα μήνα, άλλη μια χρονιά. Οι μηχανές της πολιτικής οικονομίας μεριμνούν, άλλωστε, και γι’ αυτό το πρόβλημα «διαχείρισης ανθρώπινων πόρων», που κατά τα λοιπά εξειδικεύεται στην προσωπική βουβή απόγνωση. Η διαιτητική της καθυπόταξης του σώματος στο ρυθμό της αποδοτικής του χρήσης περιλαμβάνει μια σειρά από τεχνικές προσωρινής λήθης, ωριαίας αναψυχής, ημερήσιας αναζωογόνησης, και νυχτερινής διάχυσης στο απαστράπτον Μηδέν της «εξόδου με παρέα» χωρίς έξοδο και χωρίς συντρόφους, της πυρετώδους φυγής προς τα neon σπλάχνα του ολοσχερώς εμπορευματοποιημένου κόσμου. Μεθοδική υπαγωγή της ζωής στη σχέση-κεφάλαιο: το life-style που χωράει μια απειρία life-styles, που αποτελεί, κυριολεκτικά, την τελευταία λέξη όλων των δυνατών life-styles, όλων όσων υπάρχουν κι όσων μπορούν να επινοηθούν. Άλλοτε οι φιλόσοφοι πάσχιζαν να υποδείξουν τα κατάλληλα μέσα για να τελεσφορήσει η επιμέλεια του εαυτού. Τώρα, οι διαφημιστές προτείνουν εύκαιρες λύσεις για να ανανεωθεί η κατανάλωση του εαυτού, η ταυτοποίηση κάθε ανεπανάληπτου στη μοναδικότητά του όντος ως κοινού στη μηδαμινότητά του φορέα αγοραστικής δύναμης και παράγοντα πολλαπλασιασμού του κεφαλαίου, της συσσωρεύσιμης απονεκρωμένης εργασίας. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι οι διαφημιστές δεν ψεύδονται. Λένε την αλήθεια: ο γυμνός βασιλιάς χορεύει χαρωπός ανάμεσα στα πτώματα, γιατί όλα τα βλέμματα έχουν πράγματι πέσει πάνω του, αλλά σχεδόν κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν σηκώνεται να φύγει απ’ αυτήν την αποτρόπαιη τελετουργία, γιατί σχεδόν κανένας δεν ελπίζει ότι κάτι άλλο μπορεί όντως να υπάρξει, πέρα από τον αιματηρό χορό του βασιλιά και την κατάφωρη γύμνια του.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους σε περίοδο κρίσης παρέχονται, επίσης, και από πνευματικούς ταγούς και καλλιτέχνες, συχνά και ως έκφραση μιζεραμπιλισμού. Μπορεί η εικαστική φαντασία να λειτουργήσει ως αντίδοτο στο καθημερινό δηλητήριο; Να αποκαλύψει αχτίδες φωτός εκεί όπου όλα μοιάζουν να κατακρημνίζονται στο αδιαπέραστο σκοτάδι των δεικτών της δημοσιονομικής σταθερότητας; Κι αν το δούμε από μιαν άλλη μεριά, και δη εκείνη που σήμερα καλύπτει όλες τις άλλες, το να ζωγραφίζουμε, να ασκούμε τη φαντασία μας, να ονειρευόμαστε, να επιθυμούμε αντικείμενα που δεν υπάρχουν, όλα αυτά δεν είναι ασυγχώρητη πολυτέλεια σε τέτοιους καιρούς; Ο κυρίαρχος κυνισμός μπορεί να δείξει συγκατάβαση σε διαβήματα αυτού του είδους, αρκεί να πρόκειται για καλλιτέχνες και για εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται στα οριοθετημένα χωρικά ύδατα της τέχνης ως διαχωρισμένης σφαίρας του δημόσιου βίου, ή ακριβέστερα ως επιμέρους κλάδου της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Εντός των ορίων αυτής της σφαίρας, η επιβίωση μπορεί μονάχα να τεθεί είτε ως ιδεατή φυγή που σβήνει με αλάτι τη δίψα για μια πραγματική έξοδο απ’ το υπάρχον, είτε ως παραδοχή, αισθητική κατάφαση της τωρινής εξαθλίωσης. Θα ήταν οπωσδήποτε άδικο να υποτιμήσουμε τη σημασία της δημιουργικής φαντασίας, ακόμα κι αν αυτή εγκλωβίζεται στα όρια της παραγωγής αισθητικών μορφών. Είναι, όμως, κρίσιμο να επιμείνουμε στον κόμπο που εδώ πρέπει να κοπεί: όσο η αντικειμενική πραγματικότητα δεν αμφισβητείται ριζικά, δεν τοποθετείται κάτω από την αιχμή της επίκαιρης κριτικής ως αυτό που είναι, ως μηδαμινή, κάθε πρόταση επιβίωσης θα καταλήγει να μην είναι παρά στρατήγημα επανένταξης σε έναν κόσμο που συντρίβει, ελέγχει και καθυποτάσσει την ίδια τη ζωή.

Ο σουρρεαλισμός, η μεθοδική και συλλογική αναζήτηση του Υπερπραγματικού, του πεδίου, δηλαδή, των πραγματικών δυνατοτήτων που έχουν απωθηθεί ή δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί, λανθάνοντας στα βάθη της βιωμένης εμπειρίας, ήταν απ’ την αρχή, και εξακολουθεί να είναι, ένα διεθνές κίνημα για την αλλαγή του κόσμου και την αλλαγή της ζωής. Πάντοτε επιδίωκε, κινητοποιώντας το συμβολικό τροχό του, να διανοίξει χώρο για την άρνηση αυτού του κόσμου και αυτής της ζωής, για τη συστηματική υπονόμευση κάθε οριστικού «έτσι είναι» που καθηλώνει τα ανθρώπινα όντα στο παρόν της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Ο διεθνής του χαρακτήρας ήταν και είναι κρίσιμος ακριβώς γιατί δεν μπορούσε να μείνει άθικτη η ίδια η υπάρχουσα κοινωνική παραγωγή του χρόνου και του χώρου που περιορίζει τη βιωμένη εμπειρία στην ιστορικότητα του έθνους και στις περιφράξεις του κράτους. Ο κινηματικός του χαρακτήρας ήταν και είναι απαραίτητος ώστε η συλλογική δράση να κατατείνει στην έμπρακτη αμφισβήτηση όλων εκείνων των διαχωρισμών που αναπαράγουν τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις ως τις μόνες νοητές ανθρώπινες σχέσεις και τις «καλύτερες δυνατές»: πάνω απ’ όλα το διαχωρισμό μεταξύ των παραγωγών και των καταναλωτών των μορφών της υποκειμενικής δημιουργικής έκφρασης. Φέροντας ανεξίτηλο το στίγμα της εποχής που τον γέννησε, της φρίκης στα χαρακώματα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και της ελπίδας στα οδοφράγματα της Πετρούπολης και του Βερολίνου, ο σουρρεαλισμός δεν έπαψε ποτέ, ακόμα και σε εποχές σχετικής νηνεμίας και οικονομικής άνθισης, να καταδεικνύει την ένδεια, την ασημαντότητα, και ταυτόχρονα την καταστροφική δυναμική, της αντικειμενικής πραγματικότητας υπό τη σχέση-κεφάλαιο. Όχι για να προκρίνει μιαν άκριτη απομάκρυνση στο Ιδεατό, ούτε για να ενισχύσει ένα αίσθημα αποστροφής προς τα εγκόσμια και τη συνακόλουθη τάση απομόνωσης στα άδυτα του καθαρού Εγώ. Ούτε μεσσιανισμός ούτε ασκητισμός: η δράση των ανά τον κόσμο σουρρεαλιστικών ομάδων είναι μια συμβολή στην παγκόσμια κοινωνική επανάσταση, στην ανάδυση του κόσμου-που-μένει-να-έλθει, της ζωής που αγωνίζεται να χειραφετηθεί. Και η ζωή, ακόμα και σήμερα, όταν η αντικειμενική πραγματικότητα δομείται όπως ένας εφιάλτης, συνεχίζει να αγωνίζεται να χειραφετηθεί. Η ζωή είναι αλλού: στους δρόμους του κοινού αγώνα, όπου κανένα χυμένο αίμα δεν στεγνώνει αδιάφορα, στα παράθυρα που ενάντια σε κάθε προγνωστικό επιμένουμε να ανοίγουμε, στις πράξεις καθημερινής ανυπακοής ή αλληλεγγύης, στις απρόβλεπτες συναντήσεις, στην παραφορά του έρωτα ή στις εκλάμψεις του ανελέητου, μαύρου χιούμορ, όταν ο καθρέφτης του παρόντος ραγίζει, και είναι αναπόφευκτο να ραγίσει, γιατί το παρόν υπονομεύεται, και μάλιστα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, από τις ίδιες τις αντιφάσεις και τον παραλογισμό που το γέννησε.

Από μια τέτοια προοπτική θέση, η επιβίωση δεν μπορεί να εκληφθεί ως διάσωση της ύπαρξης υπό τις παρούσες συνθήκες, πολλώ δε μάλλον ως ανάκαμψη στη ζωή όπως ήταν πριν ξεσπάσει ανοιχτά η κρίση. Το να επιβιώσουμε σημαίνει να ζήσουμε αλλιώς, να χαράξουμε οδούς εκφυγής απ’ το υπάρχον. Αν σήμερα το αφήγημα της καπιταλιστικής προόδου καταρρέει, συμπαρασύροντας την αίσθηση ασφάλειας που όσοι και όσες έτυχε να ζούμε σε «ζώνες ευμάρειας» στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες τρέφαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια για την εξέλιξη του βίου μας, εμείς πρέπει να επινοήσουμε ένα αφήγημα εξόδου από την καπιταλιστική βαρβαρότητα που τώρα εκτίθεται γυμνή μπροστά μας, δίπλα μας, γύρω μας, παντού, από την Φουκουσίμα ως το Ουισκόνσιν. Αν η εργασία αποκτά χωρίς προσχήματα τη μορφή μιας στυγνής υποδούλωσης, αν η κυριαρχία του κεφαλαίου εκδηλώνεται, όπως πράγματι είναι, ως κυριαρχία της νεκρής, αντικειμενοποιημένης, συσσωρευμένης εργασίας επί της ζωντανής εργασίας, επί της δημιουργικότητας, δηλαδή, των εργαζόμενων σωμάτων, εμείς πρέπει να διεκδικήσουμε την εργασία ως παιχνίδι, δοκιμάζοντας να ασκήσουμε και να οξύνουμε την ικανότητά μας να μετασχηματίζουμε τα αντικείμενα με τα οποία σχετιζόμαστε σε ιερογλυφικά της επιθυμίας. Αν η οικονομία, αντί να είναι ένα φιλόξενο γήπεδο πολλαπλών ευκαιριών όπως τόσα χρόνια ισχυρίζονταν οι πρόμαχοι της επιχειρηματικότητας, γίνεται πεδίο βολής, εμείς πρέπει να επιδείξουμε ακόμα πιο σοβαρά συμπτώματα αντιπαραγωγικής, με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, συμπεριφοράς, να αποδυθούμε σε εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης της καθημερινής ζωής, προαναγγέλλοντας τη μέλλουσα κοινότητα των αυτόνομων ανθρώπινων όντων, αποδεικνύοντας ότι η δυνατότητά της είναι πραγματική. Αν σήμερα η τέχνη μοιάζει να είναι πολυτέλεια των αφεντικών και εξαγοράσιμο διάλειμμα, πριν και μετά τις διαφημίσεις, των προλεταρίων, εμείς πρέπει να φέρουμε στο φως τα πιο παράδοξα δείγματα της μαγικής τέχνης, μιας τέχνης ανταγωνιστικής στην πολιτισμική βιομηχανία, που δεν αποκόπτεται από τη ρέουσα ολότητα της ζωής, που αποτυπώνει, πυροδοτεί, εκλύει τη δημιουργικότητα της ζωντανής εργασίας πέρα από ηθικές η αισθητικές προκαταλήψεις, χωρίς ποτέ να καταντά πιόνι αξιοποιήσιμο σε πολιτικούς ή οικονομικούς σχεδιασμούς. Αν τα μεγέθη στα οποία ανάγεται κάθε κοινωνική δραστηριότητα δεν βγαίνουν, εμείς πρέπει να πετάξουμε τους ισολογισμούς στα σκουπίδια, να υπερασπιστούμε και να αναπτύξουμε περαιτέρω κάθε δραστηριότητα που παραβιάζει την αρχή της αποδοτικότητας, και αντίθετα ενισχύει την ευχέρειά μας να ερωτευόμαστε, να ονειρευόμαστε, να εμμένουμε σε ό,τι μας έλκει, να αφήνουμε το σώμα μας να περισπάται και να ανακαλύπτει έτσι τις δυνατότητές του. Το να σωθούμε από την καταστροφή προϋποθέτει να μην αφήσουμε τις κοινωνικές εκείνες σχέσεις που αναπαράγουν την καταστροφή ως κανονικότητα να σωθούν.

Στη συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε δεν λείπουν οι αντιστάσεις. Μοιάζει όμως να λείπει, ή να είναι προς το παρόν δραματικά ανίσχυρη, η ελπίδα για μιαν άλλη ζωή. Οι «σουρρεαλιστικές εργαλειοθήκες επιβίωσης», για τις οποίες μίλησε πρώτη πριν από δυο περίπου δεκαετίες οι Leonora Carrington, στις συζητήσεις της με την Penelope Rosemont, έχουν ως στόχο την αναζωπύρωση αυτής της ελπίδας: «να αντισταθμίσουν τα καταστροφικά συμβάντα της καθημερινής ζωής, να μας σώσουν στους πιο δύσκολους καιρούς, να αφυπνίσουν και πάλι μέσα μας την αίσθηση του θαυμαστού και να ανανεώσουν την ικανότητά μας για ονειροπόληση και εξέγερση»[1]. Πρόκειται για συλλογές ποιητικών, μαγικών, ονειρικών αντικειμένων που λειτουργούν συμβολικά, ως δείκτες της ικανότητάς μας να υπερβαίνουμε τα όρια της ατομικής μας υπόστασης στην κατεύθυνση μιας καθολικής χειραφέτησης. Η παραγωγή τέτοιων «εργαλειοθηκών» δεν αποτελεί, ασφαλώς, μια πρόταση ανταγωνιστική σε άλλες, πιο παραδοσιακές, μορφές ανάπτυξης της επαναστατικής συνείδησης. Δεν είναι ούτε η μόνη, ούτε η κύρια, οδός για την επανεφεύρεση της ελπίδας. Οι κοινωνικοί αγώνες που σήμερα διεξάγονται, οι νικηφόρες εξεγέρσεις, που ήδη ανάγκασαν ισόβιους προέδρους να μπουν στο ελικόπτερο, είναι τα συμβάντα που προπάντων θα μας κάνουν να ορίσουμε εκ νέου τι μπορούμε και τι αξίζει να ελπίσουμε. Η εμπλοκή στη σουρρεαλιστική περιπέτεια δεν υπόσχεται τίποτα παραπάνω από τη ριζοσπαστικοποίηση του υποκειμενικού δυναμικού για επανάσταση, ενεργοποιώντας την πολλαπλότητα των ανθρώπινων αισθητικών, νοητικών και συγκινησιακών δυνάμεων για την αλλαγή του κόσμου και της ζωής συνδυάζοντας την έξαρση του συλλογικού αγώνα με τους κλονισμούς που καθένας και καθεμιά μας βιώνει όταν εγκαταλείπεται στις δικές του/της αβύσσους.



[1] Penelope Rosemont, “A Revolution in the Way We Think and Feel – Conversations with Leonora Carrington”, in Ron Sakolsky (ed.), Surrealist Subversions: Rants, Writings and Images by the Surrealist Movement in the United States, New York: Autonomedia, 2002, pp. 184-190.

Δεν υπάρχουν σχόλια: