Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 03, 2010

Θεώρημα πεμπτουσίας

Θεώρημα πεμπτουσίας

(Μια υπεράσπιση του υπερρεαλισμού)

του Σωτήρη Λιόντου


Σωτήρης Λιόντος:
Vishnu Krishna & Sri Lakshmi Radha (1991)


Something about surrealism brings out the killer instinct in the majority of critics.

J.H. Matthews

Είναι απίστευτος και τελείως εξωφρενικός ο εσμός ανοησιών και αθλιοτήτων που έχουν κατά καιρούς γραφτεί και συνεχίζουν να γράφονται από ξένους και έλληνες, υποτιθέμενους ειδικούς, συνήθως του ακαδημαϊκού ή του δημοσιογραφικού χώρου, αλλά και από παντελώς άσχετους αρθρογράφους παντός είδους, για τον υπερρεαλισμό. Με απίστευτες ανακρίβειες, ελαφρότατη προσέγγιση, μειωτικά ή χλευαστικά σχόλια, εστιασμένα σχεδόν πάντοτε στα άτομα, την προσωπική τους ζωή και τις ιδιαιτερότητές της, προσπαθούν με κάθε τρόπο να ελαχιστοποιήσουν τόσο την αξία όσο και την εμβέλεια αλλά και την διαχρονικότητα του υπερρεαλισμού, να υποβιβάσουν τον ρόλο του στο σημερινό πνευματικό γίγνεσθαι, να αλλοιώσουν και να παραποιήσουν το ιδεολογικό του περιεχόμενο και να εξευτελίσουν τα πνευματικά του επιτεύγματα, σπεύδοντας πάντα να ορίσουν το αμετάκλητο τέλος του, προσδιορίζοντάς το χρονικά εκεί όπου βολεύει τον καθένα.

Άλλοι παρουσιάζουν τον υπερρεαλισμό απλώς ως ένα καλλιτεχνικό κίνημα της “πρωτοπορίας”, που ξεκίνησε με τις ευγενικότερες προθέσεις, αλλά οι εσωτερικές του αντιφάσεις και οι προσωπικές και ιδεολογικές έριδες των μελών του εξασθένισαν την αρχική του ορμή και εξάντλησαν τις δυνατότητές του, ταυτίζοντας λανθασμένα ορισμένες πτυχές της ιστορικής πορείας του γαλλικού υπερρεαλιστικού κινήματος με τον υπερρεαλισμό ως γενικότερη νοοτροπία, φιλοσοφία και ιδεώδη τρόπο θεώρησης του κόσμου. Άλλοι, συχνά κακεντρεχείς ή απλώς ημιμαθείς, αμφισβητούν την ίδια την φυσιογνωμία του υπερρεαλισμού, την ιδεολογική δυναμική των εξαγγελιών του, την προσφορά του στον χώρο της σκέψης και της κοινωνικής δράσης και την αξία των γραπτών και εικαστικών του έργων, ισχυριζόμενοι πως ο υπερρεαλισμός δεν ήταν παρά ένα μηδενιστικό κίνημα ναρκισσιστικής συμπεριφοράς αστών διανοουμένων, οι οποίοι απλώς προσπαθούσαν να διασκεδάσουν την μεσοπολεμική ανία τους μέσω της πρόκλησης σκανδάλων και της αυτοκαταστροφής, διακηρύσσοντας την ιδεολογική σύγχυση και προτείνοντας τον παραλογισμό ως υπέρτατη μορφή τέχνης. Ο καθένας από την δική του θεωρητική ή τελείως αστοιχείωτη σκοπιά και σύμφωνα με τις συμβατικές και παγιωμένες του αρχές, πεπεισμένος για το αλάθητο της γνώμης του και το αλαζονικό αίσθημα παντογνωσίας που /εχει αποκτήσει λόγω της θέσης που κατέχει στον χώρο των μέσων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, πάντα τείνει να υποτιμά αυτό που δεν καταλαβαίνει ή δεν επιθυμεί να κατανοήσει εφόσον αυτό υπερβαίνει την αντιληπτική του ικανότητα ή τις εδραιωμένες αντιλήψεις του.

Έτσι και η εξέταση του υπερρεαλισμού γίνεται τις περισσότερες φορές εντελώς πρόχειρα, επιπόλαια και επιφανειακά, με έλλειψη επαρκούς γνώσης του θέματος και πειστικών επιχειρημάτων ή με περιπαικτική διάθεση που προσεγγίζει την λοιδορία, διαστρεβλώνοντας γεγονότα και παραποιώντας αυθαίρετα τις αρχές, το περιεχόμενο και τις επιδιώξεις του. Όλες όμως οι απόψεις αυτές συγκλίνουν καταλήγοντας στο ότι ο υπερρεαλισμός αποτελεί πλέον σήμερα ένα είδος εν ανεπαρκεία, ένα αισθητικό ρεύμα ξεπερασμένο, ένα κίνημα που εφόσον κατά τα φαινόμενα έπαψε να δραστηριοποιείται σε οργανωμένη μορφή μετά τον θάνατο του “ιδρυτή” του, έχει κλείσει οριστικά τον κύκλο ζωής του και οποιαδήποτε σύγχρονη προσέγγισή του αφορά μονάχα το ιστορικό του παρελθόν, μέσα στα όρια του οποίου τοποθετείται δίπλα στον ένα ή άλλο “ισμό” που προηγήθηκε ή υποθετικά τον διαδέχθηκε. Όσον αφορά την θέση του υπερρεαλισμού στο σύγχρονο πνευματικό και πολιτιστικό περιβάλλον, αυτή συνίσταται στην απλή επίδρασή κάποιων εκφραστικών χαρακτηριστικών του, που μπορεί να ανιχνευθεί στον χώρο της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, της διαφήμησης, ή των γραφικών τεχνών και πέρα από εκεί πουθενά. Όμως ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις ο όρος “υπερρεαλισμός” χρησιμοποιείται τις περισσότερες φορές αυθαίρετα και καταχρηστικά, χαρακτηρίζοντας γεγονότα ή δημιουργήματα που δεν έχουν καμιά σχέση με τον υπερρεαλισμό ως σύλληψη, ως νοοτροπία και ως προοπτική ζωής.

Με τον τρόπο αυτό, τονίζοντας εσκεμμένα κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματά του και αποσιωπώντας άλλα, παρουσιάζεται μια διαστρεβλωμένη εικόνα του υπερρεαλισμού καθιστώντας τον αρκετά ανώδυνον για το ισχύον πολιτικοκοινωνικό καθεστώς, αλλά και πλήρως ενταγμένον στο καπιταλιστικό σύστημα του καταναλωτισμού και της εμπορικής αξίας των “καλλιτεχνικών” δημιουργιών του. Με την ίδια λογική ο υπερρεαλισμός, ως τμήμα ακαδημαϊκών σπουδών, έχει γίνει θέμα εκατοντάδων μελετών ή διατριβών και αναρίθμητων “ανδρομικών” εικαστικών εκθέσεων, στις οποίες κοινό χαρακτηριστικό αποτελεί τόσο ο πεπερασμένος χρόνος του όσο και ο πεπερασμένος χώρος του. Ο υπερρεαλισμός όμως υπερβαίνει τις χωροχρονικές ομαδοποιήσεις και τις τοποθετήσεις των κατά καιρούς μελών του στο ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Γι'αυτό δεν είναι δυνατόν να αρνείται κανείς το δικαίωμα σε κάποιον σήμερα να είναι ή να αισθάνεται υπερρεαλιστής και να του ζητά διαπιστευτήρια αυθεντικότητας και πειστήρια γνησιότητας, επειδή δεν έζησε στην συγκεκριμένη αρχική, την γνωστή ως “ιστορική”, περίοδο δράσης του κινήματος. Διότι ο υπερρεαλισμός δεν είναι ούτε μια μέθοδος γραφής ή ζωγραφικής, ούτε μια καλλιτεχνκή σχολή όπως εσφαλμένα έχει επικρατήσει να θεωρείται, αλλά μια ολοκληρωμένη εμπειρία ζωής και ευρύτερα μια γενικότερη νοοτροπία του σκέπτεσθαι και του ζειν ποιητικώς στον κόσμο που μας περιβάλλει και μας εμπεριέχει.

Ο υπερρεαλισμός ως τρόπος σκέψης και δράσης, συνίσταται σε μια ενιαία και αδιαίρετη καταγραφή κάθε μορφής οριακής εμπειρίας, ως πράξης απελευθέρωσης του ανθρώπου από ό,τι τον περιορίζει, τον φοβίζει, τον βασανίζει, τον κρατά δέσμιο θεσπισμένων και άγραφων νόμων. Πρόκειται για μια πνευματική δυνατότητα που ικανοποιεί την εγγενή ανάγκη του ανθρώπου να εκφράζεται απολύτως ελεύθερα, χωρίς να δεσμεύεται από τις κοινωνικές, ηθικές και ιδεολογικές αρχές και τα πλαίσια που καθορίζει η άρχουσα ιδεολογία κάθε εποχής, η οποία επιβάλλει τη χρήση κάποιων “μοντέλων” στη σκέψη και τον λόγο, έννοια σαφώς εξουσιαστική και καταπιεστική, που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να ξεπεράσει τις επίκτητες αναστολές του και να εξερευνήσει τις κρυμμένες ή λανθάνουσες ψυχοπνευματικές του δυνατότητες και τις βαθύτερες επιθυμίες του, που καθορίζουν την εν γένει στάση του έναντι του εξωτερικού κόσμου. Η υπερρεαλιστική υλικοπνευματική διαδικασία είναι μια αδιάκοπη πορεία μετασχηματισμού του εωτερικού και του εξωτερικού κόσμου που εξελίσσεται διαρκώς σε συνάρτηση με τις ατομικές συνθήκες του υποκειμένου από το οποίο προέρχεται και το κοινωνικό περιβάλλον της εκάστοτε εποχής, με απώτερο σκοπό την διεύρυνση των ορίων της ανθρώπινης ελευθερίας.

Πρωταρχική επιδίωξη του υπερρεαλισμού είναι η χρήση οποιουδήποτε μέσου ή “τεχνικής” ή πηγής έμπνευσης οδηγεί στην άμεση, αυθόρμητη και όσο το δυνατόν μη ελεγχόμενη από τα δεσμά της λογικής έκφραση της σκέψης, με σκοπό την αλλαγή της ανθρώπινης οπτικής απέναντι στα πράγματα, την πραγματικότητα και την ίδια την ζωή. Η διασύνδεση συνειδητού και υποσυνείδητου, η αδιάκοπη πρόκληση ρήξεων στον νοητικό τομέα, η προτεραιότητα στην απρόσκοπτη ανάπτυξη και έκφραση της φαντασίας, η αποδέσμευση από επίκτητες ηθικές και αναστολές, ο μη διαχωρισμός του γνωσιολογικού από τον συγκινησιακό τομέα στο πεδίο της έκφρασης, η σύνθεση κεκτημένων γνώσεων και στιγμιαίων αποκαλύψεων σύμφωνα με την αρχή της αυθόρμητης έμπνευσης και την αποδοχή του τυχαίου και της ομιλούσας σκέψης, η αποσύνδεση της γλώσσας από την ορθολογιστική νοηματοδότησή της, με την ευρύτερη υιοθέτηση της μεταφοράς, το παιχνίδι των αναλογιών, η χρήση του μαύρου χιούμορ, αποτελούν ανεξάντλητες πηγές έμπνευσης, αναζήτησης και ανακάλυψης όψεων της υπερπραγματικότητας, καθώς αυτή σταδιακά συναρμολογείται για να συνθέσει διαλεκτικά μια ολιστική θεώρηση του κόσμου προς την οποία πάντα στοχεύει ο υπερρεαλισμός.

Ο υπερρεαλισμός αποτελεί μία αέναη διαδικασία μετασχηματισμού των ιδεολογικών και αισθητικών δεδομένων της εκάστοτε εποχής και διαρκούς εξερεύνησης νέων κωδίκων έκφρασης και επικοινωνίας με βάση την απόλυτη ελευθερία έκφρασης, την αδέσμευτη φαντασία και την αυθόρμητη και αλογόκριτη έκθεση κάθε είδους προσωπικών, ψυχολογικών και ερωτικών εμμονών. Ο υπερρεαλισμός είναι ένας τρόπος σκέψης, αλλά και θέασης και ερμηνείας του κόσμου, που ανεξαρτήτως μορφολογικής κατηγοριοποίησης, συμβάλλει στην απελευθέρωση του πνεύματος από οτιδήποτε το περιορίζει, του θέτει εμπόδια στην έκφρασή του ή του υποδεικνύει τρόπους λειτουργίας και κανόνες συμπεριφοράς στους χώρους που δραστηριοποιείται. Ο υπερρεαλισμός σήμερα δεν νοείται απαραιτήτως ως πιστή προσήλωση στο γράμμα οποιωνδήποτε ιστορικών διακηρύξεων του παρελθόντος, ούτε εκλαμβάνεται ως απλή αναπαραγωγή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του. Εμπνέεται σαφώς από τις θέσεις του ιστορικού κινήματος αλλά δεν αναμασά το παρελθόν, προτιμώντας να μείνει πιστός πρωτίστως στο πνεύμα του, το πνεύμα της αναζήτησης, της εξέγερσης και της επιθυμίας, συνεχίζοντας την υπερρεαλιστική περιπέτεια στην σύγχρονη εποχή. Αποτελεί όμως μια όσο το δυνατόν ανεξέλεγκτη από την ορθολογιστική τροχοπέδη, απρόσκοπτη νοητική διαδικασία ρήξης με την περιρρέουσα κοινωνική συμβατικότητα και τον κυρίαρχο πνευματικό συντηρητισμό και ταυτόχρονης ανακάλυψης αφανών πτυχών του εσωτερικού μας κόσμου, που όσο ανασύρονται τόσο περισσότερο μας ολοκληρώνουν ως ανθρώπινα όντα.

Φθάσαμε λοιπόν στο τέλος του εικοστού αιώνα στο σημείο να κατηγορείται ο υπερρεαλισμός ως ξεπερασμένος, να ανακηρύσσεται η φιλοσοφία του ως απαρχαιωμένη και οι επιδιώξεις του ως ανέφικτες και ουτοπικές και να γίνεται η προσπάθεια να πεισθούμε πως, θέλοντας και μη, έχουμε εισέλθει σε μια νέα “μεταμοντέρνα” κατάσταση, η οποία όμως, παρά τα όσα μεγαλόσχημα γράφονται γι'αυτήν, παρουσιάζεται παραδόξως κενή περιεχομένου, επιδιώξεων και σκοπών. Εάν σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του μεταμοντερνισμού ο υπερρεαλισμός εν γένει θεωρείται πια παρωχημένος, θα θέλαμε τουλάχιστον να γνωρίζουμε συγκεκριμένα ποια διάδοχη κατάσταση τον υπερκέρασε, με ποια θεωρητικά προσόντα επιδιώκει να υπερβεί ή να επεκτείνει τα επιτεύγματά του, ποιο είναι το ιδεολογικό της περιεχόμενο, ποια είναι η φιλοσοφία της, οι επιδιώξεις της, ποια η γενικότερη στάση ζωής της, ποια κοινωνική οργάνωση προτείνει ως την καταλληλότερη για την ευδαιμονία του ανθρώπου, εάν και κατά πόσο επιδιώκει την απόλυτη ελευθερία της επιθυμίας και της σκέψης και τι προσφέρει στον τομέα της αποκάλυψης και απελευθέρωσης όλων των δυνατοτήτων του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά και της ανθρώπινης υπόστασης μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Ο μεταμοντερνισμός προσφέρει την δυνατότητα παροχής εκλαϊκευμένης και αναμασημένης πνευματικής τροφής για τις αδαείς μάζες, στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης δημοκρατικότητας που παρουσιάζεται να παρέχει μια εύπεπτη και ανώδυνη γνώση αποσπασματικής μορφής, που δεν συνθέτει ένα γνωστικό ή εμπειρικό σύστημα σκέψης και δεν διαθέτει στόχους, επιδιώξεις, προτιμήσεις ή ειδοποιούς διαφορές. Σύμφωνα μ’ αυτόν η νέα “μετανεωτερική” προοπτική του ανθρώπου είναι η απόλυτη παράδοση στην αγοραία λογική του “όλα καλά είναι” και η αποδοχή μιας αποϊδεολογικοποιημένης ισοπέδωσης και όχι σύνθεσης των πάντων, δίχως την δυνατότητα κριτικής και συνειδητής τοποθέτησης υπέρ του ενός ή του άλλου. Οι δοξασίες του, συνεπικουρούμενες από τους προπαγανδιστές του τέλους της ιστορίας και των ιδεολογιών, υποστηρίζουν την κυριαρχία του υποκατάστατου έναντι του πρωτοτύπου έργου και τον θρίαμβο της μαζικής κουλτούρας που παρουσιάζεται ως το υπέρτατο ιδανικό για τον σύγχρονο άνθρωπο, υποκείμενο πλύσης εγκεφάλου της διαφήμισης, της καταναλωτικής υστερίας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που τον προτρέπουν να ασπαστεί την λατρεία του χρήματος και του κέρδους, τονίζοντας ταυτοχρόνως την απαξία όλων των θεωριών και πρακτικών κάθε ρηξικέλευθου και ριζοσπαστικού κινήματος σκέψης και έκφρασης που προηγήθηκε. Τα κάθε είδους πρωτοποριακά κινήματα εμφανίστηκαν στον χώρο της σκέψης και της τέχνης για να υπερβούν ιδεολογικά όρια, να ανατρέψουν πνευματικούς θεσμούς, να ανακαλύψουν νέους τρόπους δυνατότητες του ανθρώπινου φαντασιακού και να προτείνουν διεξόδους από τον πνευματικό συντηρητισμό και τις κατεστημένες μορφές έκφρασης.

Ο μεταμοντερνισμός όμως δεν προτείνει διεξόδους, αλλαγές, ρήξεις, συγκρούσεις ή ανατροπές, δεν επιδιώκει ούτε να καινοτομήσει, ούτε να καταρρίψει κατεστημένες ιδέες και ιδεολογήματα, δεν επιθυμεί να πειραματιστεί, να εφεύρει νέες μορφές πρωτότυπης σύλληψης και έκφρασης του ανθρώπινου πνευματικού δυναμικού, δεν προσδοκεί τελικά μια προοπτική ριζικής όσο και ριζοσπαστικής υλικής χειραφέτησης και πνευματικής απελευθέρωσης. Αρκείται στην απλή και επιφανειακή συσσώρευση του λόγου και των εικόνων, την αταξινόμητη παράθεση υπαρχόντων ή παραποιημένων πληροφοριών με την αφαίρεση κάθε είδους αιχμών και την απάλειψη των κορυφώσεων, καταλήγοντας σε ένα είδος αποϊδεολογικοποιημένου συγκρητισμού. Μας επισημαίνει απλώς πως ό,τι προηγήθηκε είναι σχετικής, αν όχι μηδαμινής, αξίας και μας προτείνει αντί της ανανέωσης την αναπαλαίωση και αντί της συνεχούς επινόησης την πλαστογράφηση, προτρέποντάς μας να βυθιστούμε μέσα στους οχετούς του ύστερου καπιταλισμού, οι οποίοι εντέχνως παρουσιάζονται να διαθέτουν μια κυρίαρχη και για τον λόγο αυτόν ακλόνητη πολιτιστική αξία, για να συμβαδίζουμε με την τελευταία διανοουμενίστικη μόδα. Αυτή η μη κριτική, αντιδημιουργική και παραιτημένη από κάθε διεκδίκηση στάση του μεταμοντερνισμού αποτελεί το πλέον λαϊκίστικο ιδεολόγημα της σύγχρονης εποχής και είναι ενδεικτική της συντηρητικής του φύσης και των οπισθοδρομικών του επιδιώξεων. Αποτελεί επίσης τον πλέον επικίνδυνο για το μέλλον της ανθρώπινης σκέψης και δράσης πνευματικό ευνουχισμό, γι’ αυτό και αναδεικνύεται ως απολύτως βολικός στο εξουσιαστικό κατεστημένο που τον υποστηρίζει.

Όσο αφορά στα εγχώρια πολιτιστικά πράγματα είναι ευκαιρία να γνωστοποιηθεί η έκδηλη δυσαρέσκεια, που πολλές φορές φθάνει μέχρι και την ανοιχτή εχθρότητα, για την σύγχρονη νεοελληνική πνευματική κατάσταση. Είναι καιρός να καταδικαστεί απερίφραστα η επιβολή της γενικευμένης κοινοτοπίας ως αξιόλογο πολιτιστικό μέγεθος, προτίστως στον χώρο του γραπτού λόγου, καθώς και η επικράτηση της περιρρέουσας μετριότητας και του ιδεολογικού συντηρητισμού, κυρίως μέσω της αφόρητης μυθιστορηματικής πλημμυρίδας που αναλώνεται στην περιγραφή των πλέον επιπόλαιων ή ανόητων όψεων της φθοροποιού καθημερινότητας ή των πλέον άγονων και οπισθοδρομικών εθνοκεντρικών υποθέσεων και του αναμασήματος μιας αντιδραστικής ιστορικής αφήγησης που συνεχίζουν να παρουσιάζονται ως σπουδαία επιτεύγματα της σύγχρονης εγχώριας λογοτεχνίας. Δεν μπορεί να τρέφει πλέον κανείς καμιά εκτίμηση, ούτε να διατηρεί κανένα σεβασμό για την συντριπτική πλειοψηφία της παλιότερης αλλά και της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, η οποία ανέκαθεν διακρινόταν για τα πλέον αντιδραστικά και συντηρητικά γνωρίσματα και τις πλέον απεχθείς ηθικές και θρησκευτικές εμμονές, πολιτικο-κοινωνικές ιδεοληψίες, οπισθοδρομικά δόγματα και αφόρητο διδακτισμό, αλλά να αντιμετωπίζει με αίσθημα αηδίας το επί πολλές δεκαετίες αναμάσημά τους και την συνεχή προπαγάνδισή τους με υπερβολικούς επαίνους από την κριτική που προσπαθεί να προσδώσει σχεδόν σε όλα τα έργα της κύρος και αξία δυσανάλογη της πραγματικής.

Κανείς δεν είναι δυνατόν να αισθάνεται υπερήφανος ούτε για το “ένδοξο παρελθόν” και τις “υψηλές” πολιτιστικές αξίες του ανθρωπισμού, της αρετής, του ορθολογισμού της σωφροσύνης, και του μέτρου της αρχαιότητας, ούτε για την σημερινή τάση επιστροφής στην ομαλότητα και τον εφησυχασμό, αλλά και την στείρα παρελθοντολογία και αναπαραγωγή παρωχημένων ιδεολογημάτων με τα οποία ακόμη ανατρέφονται οι νεότερες γενιές και με τα οποία γίνεται προσπάθεια να πείσουμε ως λαός, όχι μόνο για την όποια ιδιαιτερότητά μας, αλλά ακόμη και για την δήθεν ανωτερότητά μας έναντι των άλλων. Κανένα ελαφρυντικό δεν είναι δυνατόν να παρέχεται στους πνευματικούς δυνάστες, τους “επώνυμους”, τους ψευδόσοφους, τους σπουδαιοφανείς, τις μεγαλόσχημες προσωπικότητες, τους κατόχους παντός είδους θέσεων και αξιωμάτων, τις αυτοπροβαλλόμενες λογοτεχνικές ασημαντότητες, οι οποίοι είτε με τα έργα τους, είτε με το αποκτηθέν μέσω της υπερβολικής προβολής και δημοσιότητας “κύρος” τους, είτε με την εν γένει συμπεριφορά τους στον αυτάρεσκο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό χώρο, δεν επιτρέπουν να επιβιώσει και να ακουστεί οποιαδήποτε φωνή τούς χαλά το αυτάρεσκο οικοδόμημα της τυφλής υπακοής τους στα κυρίαρχα ιδεολογήματα που ενισχύει τις επίβουλες διαθέσεις τους, την πλεονεξία και την ιδιοτέλειά τους. Δεν υπάρχει κανένα κοινό σημείο μεταξύ μας, δεν έχουμε την ίδια νοοτροπία, ούτε μοιραζόμαστε τις ίδιες πνευματικές αξίες, δεν πρόκειται να συμφιλιωθούμε ποτέ αφού δεν ανήκουμε στον ίδιο κόσμο αν και ζούμε αναγκαστικά σε αυτόν.

Ως υπέρμαχος και όχι οπαδός του υπερρεαλισμού, της πλέον απελευθερωτικής δυνατότητας που απέκτησε ποτέ ο άνθρωπος για να δραπετεύσει από την μονοδιάστατη αντίληψη της θέσης του και του ρόλου του στον κόσμο, σε ανοιχτή διένεξη με την "αντικειμενική" πραγματικότητα, που έχει εδώ και αιώνες καταστεί ως ένα μοναδικό και αναπόφευτο καθεστώς, μέσα στην σημερινή παρακμιακή εποχή της κυρίαρχης απάθειας, της πνευματικής αποτελμάτωσης και του γενικευμένου εγκωμιασμού του ανώδυνου και του ευτελούς, προτείνω την αντίσταση σε αυτό τον πνευματικό ευνουχισμό μαζικών προδιαγραφών και σε αυτό τον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό τεραστίων διαστάσεων που συνεχίζει να συντελείται, με πρώτη και κύρια ενέργεια την έμπρακτη κατάργηση των σύγχρονων πολιτιστικών αξιών και ειδικότερα την καταστροφή της λογοτεχνίας και της τέχνης με την μορφή που την γνωρίζουμε ως σήμερα. Η αμφισβήτηση όλων των υπαρχόντων θεσμών και η αναίρεση των παραδεκτών δεδομένων, είναι βαθιά αναγκαιότητα κάθε υποστηρικτού της απόλυτης ατομικής ελευθερίας και αναφαίρετο δικαίωμα της ύπαρξής μας ως ζωντανά και σκεπτόμενα ανθρώπινα όντα. Στις σημερινές λοιπόν συνθήκες η αμφισβήτηση πρέπει να γίνει άρνηση και πρόκληση αναταραχής και να εστιαστεί ενάντια σε ένα σωρό χρεοκοπημένες έννοιες, βλαβερές συνήθειες και παραπλανητικά ιδεολογήματα που έχουν επιβληθεί ως απόλυτες αξίες του πνεύματος ή αναγκαστικά παρεπόμενα μιας ζωής, που καθώς κυλά με αυτό τον τρόπο εξελίσσεται ολοένα σε μια μίζερη επιβίωση.

[Το κείμενο αυτό, σε μια αρχική μορφή, πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πόρφυρας», Τεύχος 94, Κέρκυρα, Απρίλιος – Ιούνιος 2000, σελ. 425-428].