Η κανονική ζωή, το ξέρουμε καλά, δεν έχει happy end παρά μόνο στη θεαματική αντιστροφή της. Αν ο μοναχικός περίπατος του τρελού μες στην αιώνια νύχτα μας δείχνει ότι η αντικειμενική πραγματικότητα είναι ένα κακό, εφιαλτικό όνειρο, απ’ το οποίο ορισμένες φορές αναγκαζόμαστε να ξυπνήσουμε, κλωτσώντας με απόγνωση τα συρματοπλέγματά της, ξύνοντας σπασμωδικά, μ’ ένα ατρόχιστο μαχαίρι, το παλίμψηστό της, η συνειδητή εμπλοκή στις κοινωνικές αντιπαραθέσεις αποκαλύπτει ότι η εξέγερση ενάντια στο υπάρχον, ενάντια στα «έτσι είναι» αυτού του πλήρως εμπορευματοποιημένου κόσμου, είναι η στοιχειωμένη από το όνειρο αφύπνιση που επιβάλλει τη δική της, πάντοτε δεκτική στις υποκειμενικές επιθυμητικές ροές, πραγματικότητα. Πρόκειται για μια πραγματικότητα πέρα από την αντικειμενική, μια πραγματικότητα ουτοπική, απτή ωστόσο στη ρευστότητά της, μια πραγματικότητα υπερπραγματική. Οι εξεγερτικές στιγμές είναι αναδυόμενοι τόποι του υπερπραγματικού, σταυροδρόμια όπου η συγκεκριμένη ουτοπία της αυτοχειραφέτησης αναδεικνύεται σε μια πραγματικά διαθέσιμη επιλογή. Τέτοιες στιγμές εμφανίστηκαν πρόσφατα στο ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα που εδώ και πολλούς μήνες έχει χαρίσει σε χιλιάδες ανθρώπους την ανάσα του δρόμου, την πνοή της πραγματώσιμης ποίησης, η οποία στρέφεται ενάντια σε αυτήν την εργονομημένη ζωή στο όνομα της γυμνής —και γι’ αυτό τόσο όμορφα ικανής για δημιουργία και καταστροφή— υποκειμενικής ζωής.
«Εκεί που ο ουρανός σκοτεινιάζει από τις πέτρες αναδύεται η γαλήνια προοπτική ότι δεν θα υπάρξει ξανά επιστροφή στην κανονικότητα». Αυτή η φράση, δανεισμένη από μιαν αναρχική αφίσα, αποδίδει την ουσία αυτού που διακυβεύεται στους δρόμους της Αθήνας, κι αρκετών άλλων πόλεων, από πέρυσι την άνοιξη. Οι άντρες και οι γυναίκες που κατέλαβαν τις σχολές τους, που έμαθαν να οργανώνουν με όρους αυτοδιαχείρισης την καθημερινότητά τους μέσα σε χώρους αφιλόξενους μέχρι πρότινος για κάθε χειραφετητική χειρονομία, που αντιμετώπισαν τον χημικό πόλεμο και την κτηνώδη βία των ένοπλων κατασταλτικών αποσπασμάτων του κράτους, που με την, ομολογουμένως γόνιμα βέβηλη, δράση τους μετέτρεψαν τα άδυτα της κυρίαρχης γνώσης σε εστίες συλλογικής αντίστασης και υποκειμενικού αυτοκαθορισμού, που επέμειναν πεισματικά, για ένα ολόκληρο περίπου χρόνο, στον δρόμο του αγώνα, χάραξαν πάνω στην άσφαλτο μια γραμμή εξόδου από την κανονικότητα. Μόνο και μόνο γι’ αυτό, κι ανεξάρτητα από τη διαμάχη ανάμεσα στις όποιες πολιτικές στρατηγικές στο εσωτερικό του κινήματος, μπορούμε να σταθούμε δίπλα τους, εκφράζοντας ανεπιφύλακτα την αλληλεγγύη μας. Μόνο και μόνο γι’ αυτό αξίζει να μιλήσουμε, όχι ως ερμηνευτές των γεγονότων, αλλά ως υποκειμενικότητες που διατίθενται να στοιχηματίσουν στην υπόθεση της αυτοχειραφέτησης κι επιλέγουν να συνταχθούν με όσες κι όσους δοκίμασαν ήδη, σε έναν επίκαιρο αγώνα ενάντια στα αφεντικά και την κρατική καταστολή, αυτό το στοίχημα με τα ίδια τα σώματά τους.
Μετά από την έξοδο δεν υπάρχει, για να ακριβολογούμε, γυρισμός, ή τουλάχιστον επαναστροφή, άπαξ και διαπαντός, στη ζωή όπως ήταν. Ακόμα κι αν δεν επιτευχθούν οι βασικοί στόχοι αυτού του κινήματος, ακόμα κι αν οι πολιτικές υπαγωγής της εκπαίδευσης στο κεφάλαιο εξακολουθήσουν να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, ακόμα κι αν η διάθεση εναντίωσης κινδυνεύσει να εξουθενωθεί σε μια ρουτίνα life-style επαναστατικότητας, κανένας και καμία από το πλήθος που βρέθηκε όλον αυτόν τον καιρό στην «άλλη όχθη» δεν θα επιστρέψει στην κανονικότητα δίχως να νιώθει, με ανεξίτηλα τα ίχνη στην υποκειμενικότητα του/της, ότι η ίδια η σημασία του «κανονικού» έχει αισθητά μεταβληθεί. Η εμπειρία του συλλογικού αγώνα, η εμπλοκή σε συνελεύσεις, καταλήψεις, διαδηλώσεις, οδομαχίες, εγχαράσσει στην ενεργό μνήμη του σώματός μας, κι αυτό δεν μπορεί ποτέ να σβηστεί απ’ την παλίρροια του αντικειμενικού χρόνου, μιαν εξαιρετικά πολύτιμη γνώση: ότι υπάρχει, ότι μπορεί να υπάρξει κάτι πέρα από την καθηλωμένη στους ρυθμούς της εμπορευματικής παραγωγής ζωή, ή —το σπουδαιότερο ίσως— ότι αυτή η κανονικότητα είναι ακριβώς ένα κακό όνειρο απ’ το οποίο ήδη έχουμε ξυπνήσει. Ό,τι βιώνουμε καθημερινά σε μία κοινωνία εκμετάλλευσης και καταπίεσης δεν είναι ασφαλώς κίβδηλο ή φαινομενικό• είναι πραγματικό, ασφυκτικά πραγματικό, όσο και τραυματικό. Αλλά η αφύπνιση από αυτήν την πραγματικότητα, την εμφανιζόμενη ως οριστική, εντελή πραγματικότητα του υπηκόου, του καταναλωτή, του θεατή, του αλλοτριωμένου παραγωγού, αποτελεί μιαν επαρκή ένδειξη για το ότι η κανονικότητα δεν είναι ούτε ο μόνος ούτε ο καλύτερος δυνατός κόσμος, για το ότι η κανονικότητα είναι η ίδια σπαραγμένη, διαστιζόμενη από αντιφάσεις, εντάσεις που δεν μπορούν να απαλειφθούν, ανταγωνισμούς που απωθούνται αλλά εξακολουθούν να είναι καθοριστικοί, για το ότι η κανονικότητα είναι ένα πεπρωμένο που μπορούμε να εγκαταλείψουμε.
Δεν θα ήταν, παρόλα αυτά, σκόπιμο να αρκεστούμε στην διαπίστωση ότι για ένα πλήθος αγωνιζόμενων ανθρώπων πράγματι, στη συγκεκριμένη συγκυρία, διανοίχθηκε ένα πεδίο δυνατοτήτων πέρα από τις οριογραμμές της «κανονικής ζωής». Ως υπερρεαλίστριες/ες θέλουμε να ασκούμε την ικανότητα της κριτικής, παρεμβαίνοντας σε πολιτικού ενδιαφέροντος ζητήματα, από την προοπτική θέση που μας εξασφαλίζει ο φευγαλέος αστερισμός της ποίησης, του έρωτα, και της επανάστασης. Κατά συνέπεια, η στάση μας στο ζήτημα της προωθούμενης αντιμεταρρύθμισης στον χώρο της εκπαίδευσης δεν μπορεί παρά να απηχεί μια ριζική αμφισβήτηση του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος, ως συστήματος χαλιναγώγησης του πνεύματος, που παγιώνει σχέσεις εξουσίας-γνώσης, κατανέμει ρόλους ταξικής κυριαρχίας/υποταγής, και αναπαράγει ιδεολογικές στρατηγικές προσαρμογής στην κανονικότητα μιας κοινωνίας δομημένης όπως ένα καθολικό εργοστάσιο-φυλακή. Δεν έχουμε κανένα λόγο να συγχέουμε την υπεράσπιση του οικουμενικού δικαιώματος στην ελεύθερη παραγωγή και διάδοση της γνώσης, κι άρα την εξασφάλιση δημόσιων εγγυήσεων γι’ αυτό το δικαίωμα, με την υπεράσπιση της οργανωμένης κι ελεγχόμενης από το κράτος εκπαίδευσης, που στην πράξη ακυρώνει αυτό το δικαίωμα. Δεν διαλέγουμε κανέναν από τους δήμιους του πνεύματος! Στρεφόμαστε ενάντια στο κράτος και στο κεφάλαιο, στηρίζοντας τις εμφανιζόμενες κάθε φορά εστίες κοινωνικής αντίστασης, για να συμβάλουμε στην αποτίναξη όλων των δεσμών που μέχρι σήμερα αποτρέπουν την προσπέλαση μιας διαλεκτικά αντικειμενικής, χαρούμενης κι απόκρυφης, γνώσης, την παράφορη εκτύλιξη της ανθρώπινης υποκειμενικότητας μέσα σε έναν ξαναμαγευμένο κόσμο. Αυτή η απελευθερωτική γνώση τίθεται ως μια πραγματική δυνατότητα τις στιγμές της εξεγερτικής συλλογικής δράσης, όταν το τρένο της καπιταλιστικής προόδου ανακόπτεται, έστω και για λίγο, όταν διανοίγεται ο ορίζοντας μιας άλλης ζωής. Τα πεδία όπου γίνεται διακυβεύσιμη δεν είναι οι εκπαιδευτικοί θεσμοί αλλά τα ανταγωνιστικά κοινωνικά κινήματα. Και οι φορείς που της αναλογούν, φορείς της «ποίησης της μέλλοντος» μέσα στο αμφίρροπα εξελισσόμενο παρόν, δεν είναι οι ιεραρχίες της κρατικής εκπαίδευσης, αλλά οι συλλογικότητες-υποκείμενα που επιχειρούν να ποριστούν γνώση για τον κόσμο ώστε να τον αλλάξουν, κι όχι να τον ερμηνεύσουν, που επιχειρούν να μιλήσουν για την ζωή ώστε να σπάσουν τις αλυσίδες της, κι όχι να εξωραΐσουν την αθλιότητά της.
Υπάρχει και μια τελευταία λέξη που χρειάζεται, σε αυτήν εδώ την αποτύπωση ενεργού αλληλεγγύης, να πούμε, με αφορμή την ενορχηστρωμένη από το κράτος προπαγάνδα περί «κουκουλοφόρων», όχι γιατί δεν μας αρέσουν οι μυθικές αφηγήσεις, αλλά γιατί απεχθανόμαστε τα ιδεολογικά τεχνάσματα που προσβλέπουν στην δικαιολόγηση των εχθρών της ελευθερίας. Οι μόνοι «κουκουλοφόροι» τους οποίους αγωνιζόμαστε να πείσουμε για την ανάγκη να βγάλουν την κουκούλα είναι οι καθημερινοί, υποταγμένοι στον κοινωνικό τους ρόλο, άνθρωποι που φορούν βουβά την προσωπίδα του χαρούμενου ψηφοφόρου-πολίτη, του ευτυχισμένου αγοραστή προϊόντων, του φιλότιμου εργάτη, της καλής νοικοκυράς συζύγου, του περήφανου, ακόμα ακόμα, έλληνα. Μπορεί να διαφωνούμε ή να συμφωνούμε με επιμέρους πρακτικές στα πλαίσια του κινήματος, αυτό όμως δεν αλλάζει διόλου την πεποίθησή μας ότι στον κοινωνικό πόλεμο ενάντια στο κράτος και στο κεφάλαιο δεν έχουμε κανένα περιθώριο να αφήνουμε αιχμαλώτους, να συναινούμε στην απομόνωση και την ποινικοποίηση των εξεγερμένων οι οποίοι επιλέγουν να συγκρουστούν με τα μέσα που οι ίδιοι θεωρούν πιο πρόσφορα.
Αν το 1968 μπορούσε κάποιος να δηλώσει ότι «κάτω από την άσφαλτο υπάρχει παραλία», σήμερα μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα, δηλώνοντας ότι κάτω από την παραλία υπάρχει άσφαλτος, πίσω από την κανονικότητα της αποδοτικής εργασίας και της εξίσου αποδοτικής σχόλης, της χαρτογραφημένης για να κινούνται ανεμπόδιστα εμπορεύματα «νεότητας», υπάρχει ο δρόμος που κλείνει από αλυσίδες διαδηλωτών, που γεμίζει με ριγμένες πέτρες, που καίγεται απ’ τις φλόγες της ανυπακοής. Στην άσφαλτο, που αναδύθηκε διαρρηγνύοντας τις τεκτονικές πλάκες του κανονικού, η ποίηση, αυτές τις μέρες, έγινε και πάλι εφικτή.
Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας
Μάρτης του 2007
«Εκεί που ο ουρανός σκοτεινιάζει από τις πέτρες αναδύεται η γαλήνια προοπτική ότι δεν θα υπάρξει ξανά επιστροφή στην κανονικότητα». Αυτή η φράση, δανεισμένη από μιαν αναρχική αφίσα, αποδίδει την ουσία αυτού που διακυβεύεται στους δρόμους της Αθήνας, κι αρκετών άλλων πόλεων, από πέρυσι την άνοιξη. Οι άντρες και οι γυναίκες που κατέλαβαν τις σχολές τους, που έμαθαν να οργανώνουν με όρους αυτοδιαχείρισης την καθημερινότητά τους μέσα σε χώρους αφιλόξενους μέχρι πρότινος για κάθε χειραφετητική χειρονομία, που αντιμετώπισαν τον χημικό πόλεμο και την κτηνώδη βία των ένοπλων κατασταλτικών αποσπασμάτων του κράτους, που με την, ομολογουμένως γόνιμα βέβηλη, δράση τους μετέτρεψαν τα άδυτα της κυρίαρχης γνώσης σε εστίες συλλογικής αντίστασης και υποκειμενικού αυτοκαθορισμού, που επέμειναν πεισματικά, για ένα ολόκληρο περίπου χρόνο, στον δρόμο του αγώνα, χάραξαν πάνω στην άσφαλτο μια γραμμή εξόδου από την κανονικότητα. Μόνο και μόνο γι’ αυτό, κι ανεξάρτητα από τη διαμάχη ανάμεσα στις όποιες πολιτικές στρατηγικές στο εσωτερικό του κινήματος, μπορούμε να σταθούμε δίπλα τους, εκφράζοντας ανεπιφύλακτα την αλληλεγγύη μας. Μόνο και μόνο γι’ αυτό αξίζει να μιλήσουμε, όχι ως ερμηνευτές των γεγονότων, αλλά ως υποκειμενικότητες που διατίθενται να στοιχηματίσουν στην υπόθεση της αυτοχειραφέτησης κι επιλέγουν να συνταχθούν με όσες κι όσους δοκίμασαν ήδη, σε έναν επίκαιρο αγώνα ενάντια στα αφεντικά και την κρατική καταστολή, αυτό το στοίχημα με τα ίδια τα σώματά τους.
Μετά από την έξοδο δεν υπάρχει, για να ακριβολογούμε, γυρισμός, ή τουλάχιστον επαναστροφή, άπαξ και διαπαντός, στη ζωή όπως ήταν. Ακόμα κι αν δεν επιτευχθούν οι βασικοί στόχοι αυτού του κινήματος, ακόμα κι αν οι πολιτικές υπαγωγής της εκπαίδευσης στο κεφάλαιο εξακολουθήσουν να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, ακόμα κι αν η διάθεση εναντίωσης κινδυνεύσει να εξουθενωθεί σε μια ρουτίνα life-style επαναστατικότητας, κανένας και καμία από το πλήθος που βρέθηκε όλον αυτόν τον καιρό στην «άλλη όχθη» δεν θα επιστρέψει στην κανονικότητα δίχως να νιώθει, με ανεξίτηλα τα ίχνη στην υποκειμενικότητα του/της, ότι η ίδια η σημασία του «κανονικού» έχει αισθητά μεταβληθεί. Η εμπειρία του συλλογικού αγώνα, η εμπλοκή σε συνελεύσεις, καταλήψεις, διαδηλώσεις, οδομαχίες, εγχαράσσει στην ενεργό μνήμη του σώματός μας, κι αυτό δεν μπορεί ποτέ να σβηστεί απ’ την παλίρροια του αντικειμενικού χρόνου, μιαν εξαιρετικά πολύτιμη γνώση: ότι υπάρχει, ότι μπορεί να υπάρξει κάτι πέρα από την καθηλωμένη στους ρυθμούς της εμπορευματικής παραγωγής ζωή, ή —το σπουδαιότερο ίσως— ότι αυτή η κανονικότητα είναι ακριβώς ένα κακό όνειρο απ’ το οποίο ήδη έχουμε ξυπνήσει. Ό,τι βιώνουμε καθημερινά σε μία κοινωνία εκμετάλλευσης και καταπίεσης δεν είναι ασφαλώς κίβδηλο ή φαινομενικό• είναι πραγματικό, ασφυκτικά πραγματικό, όσο και τραυματικό. Αλλά η αφύπνιση από αυτήν την πραγματικότητα, την εμφανιζόμενη ως οριστική, εντελή πραγματικότητα του υπηκόου, του καταναλωτή, του θεατή, του αλλοτριωμένου παραγωγού, αποτελεί μιαν επαρκή ένδειξη για το ότι η κανονικότητα δεν είναι ούτε ο μόνος ούτε ο καλύτερος δυνατός κόσμος, για το ότι η κανονικότητα είναι η ίδια σπαραγμένη, διαστιζόμενη από αντιφάσεις, εντάσεις που δεν μπορούν να απαλειφθούν, ανταγωνισμούς που απωθούνται αλλά εξακολουθούν να είναι καθοριστικοί, για το ότι η κανονικότητα είναι ένα πεπρωμένο που μπορούμε να εγκαταλείψουμε.
Δεν θα ήταν, παρόλα αυτά, σκόπιμο να αρκεστούμε στην διαπίστωση ότι για ένα πλήθος αγωνιζόμενων ανθρώπων πράγματι, στη συγκεκριμένη συγκυρία, διανοίχθηκε ένα πεδίο δυνατοτήτων πέρα από τις οριογραμμές της «κανονικής ζωής». Ως υπερρεαλίστριες/ες θέλουμε να ασκούμε την ικανότητα της κριτικής, παρεμβαίνοντας σε πολιτικού ενδιαφέροντος ζητήματα, από την προοπτική θέση που μας εξασφαλίζει ο φευγαλέος αστερισμός της ποίησης, του έρωτα, και της επανάστασης. Κατά συνέπεια, η στάση μας στο ζήτημα της προωθούμενης αντιμεταρρύθμισης στον χώρο της εκπαίδευσης δεν μπορεί παρά να απηχεί μια ριζική αμφισβήτηση του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος, ως συστήματος χαλιναγώγησης του πνεύματος, που παγιώνει σχέσεις εξουσίας-γνώσης, κατανέμει ρόλους ταξικής κυριαρχίας/υποταγής, και αναπαράγει ιδεολογικές στρατηγικές προσαρμογής στην κανονικότητα μιας κοινωνίας δομημένης όπως ένα καθολικό εργοστάσιο-φυλακή. Δεν έχουμε κανένα λόγο να συγχέουμε την υπεράσπιση του οικουμενικού δικαιώματος στην ελεύθερη παραγωγή και διάδοση της γνώσης, κι άρα την εξασφάλιση δημόσιων εγγυήσεων γι’ αυτό το δικαίωμα, με την υπεράσπιση της οργανωμένης κι ελεγχόμενης από το κράτος εκπαίδευσης, που στην πράξη ακυρώνει αυτό το δικαίωμα. Δεν διαλέγουμε κανέναν από τους δήμιους του πνεύματος! Στρεφόμαστε ενάντια στο κράτος και στο κεφάλαιο, στηρίζοντας τις εμφανιζόμενες κάθε φορά εστίες κοινωνικής αντίστασης, για να συμβάλουμε στην αποτίναξη όλων των δεσμών που μέχρι σήμερα αποτρέπουν την προσπέλαση μιας διαλεκτικά αντικειμενικής, χαρούμενης κι απόκρυφης, γνώσης, την παράφορη εκτύλιξη της ανθρώπινης υποκειμενικότητας μέσα σε έναν ξαναμαγευμένο κόσμο. Αυτή η απελευθερωτική γνώση τίθεται ως μια πραγματική δυνατότητα τις στιγμές της εξεγερτικής συλλογικής δράσης, όταν το τρένο της καπιταλιστικής προόδου ανακόπτεται, έστω και για λίγο, όταν διανοίγεται ο ορίζοντας μιας άλλης ζωής. Τα πεδία όπου γίνεται διακυβεύσιμη δεν είναι οι εκπαιδευτικοί θεσμοί αλλά τα ανταγωνιστικά κοινωνικά κινήματα. Και οι φορείς που της αναλογούν, φορείς της «ποίησης της μέλλοντος» μέσα στο αμφίρροπα εξελισσόμενο παρόν, δεν είναι οι ιεραρχίες της κρατικής εκπαίδευσης, αλλά οι συλλογικότητες-υποκείμενα που επιχειρούν να ποριστούν γνώση για τον κόσμο ώστε να τον αλλάξουν, κι όχι να τον ερμηνεύσουν, που επιχειρούν να μιλήσουν για την ζωή ώστε να σπάσουν τις αλυσίδες της, κι όχι να εξωραΐσουν την αθλιότητά της.
Υπάρχει και μια τελευταία λέξη που χρειάζεται, σε αυτήν εδώ την αποτύπωση ενεργού αλληλεγγύης, να πούμε, με αφορμή την ενορχηστρωμένη από το κράτος προπαγάνδα περί «κουκουλοφόρων», όχι γιατί δεν μας αρέσουν οι μυθικές αφηγήσεις, αλλά γιατί απεχθανόμαστε τα ιδεολογικά τεχνάσματα που προσβλέπουν στην δικαιολόγηση των εχθρών της ελευθερίας. Οι μόνοι «κουκουλοφόροι» τους οποίους αγωνιζόμαστε να πείσουμε για την ανάγκη να βγάλουν την κουκούλα είναι οι καθημερινοί, υποταγμένοι στον κοινωνικό τους ρόλο, άνθρωποι που φορούν βουβά την προσωπίδα του χαρούμενου ψηφοφόρου-πολίτη, του ευτυχισμένου αγοραστή προϊόντων, του φιλότιμου εργάτη, της καλής νοικοκυράς συζύγου, του περήφανου, ακόμα ακόμα, έλληνα. Μπορεί να διαφωνούμε ή να συμφωνούμε με επιμέρους πρακτικές στα πλαίσια του κινήματος, αυτό όμως δεν αλλάζει διόλου την πεποίθησή μας ότι στον κοινωνικό πόλεμο ενάντια στο κράτος και στο κεφάλαιο δεν έχουμε κανένα περιθώριο να αφήνουμε αιχμαλώτους, να συναινούμε στην απομόνωση και την ποινικοποίηση των εξεγερμένων οι οποίοι επιλέγουν να συγκρουστούν με τα μέσα που οι ίδιοι θεωρούν πιο πρόσφορα.
Αν το 1968 μπορούσε κάποιος να δηλώσει ότι «κάτω από την άσφαλτο υπάρχει παραλία», σήμερα μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα, δηλώνοντας ότι κάτω από την παραλία υπάρχει άσφαλτος, πίσω από την κανονικότητα της αποδοτικής εργασίας και της εξίσου αποδοτικής σχόλης, της χαρτογραφημένης για να κινούνται ανεμπόδιστα εμπορεύματα «νεότητας», υπάρχει ο δρόμος που κλείνει από αλυσίδες διαδηλωτών, που γεμίζει με ριγμένες πέτρες, που καίγεται απ’ τις φλόγες της ανυπακοής. Στην άσφαλτο, που αναδύθηκε διαρρηγνύοντας τις τεκτονικές πλάκες του κανονικού, η ποίηση, αυτές τις μέρες, έγινε και πάλι εφικτή.
Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας
Μάρτης του 2007