Σάββατο, Νοεμβρίου 30, 2019

Περί ΨΟΘ!



             Dites-vous bien que la littérature est un des plus tristes chemins qui mènent à tout.
(Θυμηθείτε πως η λογοτεχνία είναι ένα από τα πιο θλιβερά μονοπάτια που οδηγούν παντού).

                                                                                                                        André Breton


Μια ιδιότυπη συλλογικότητα έχει κάνει την εμφάνισή της τον τελευταίο καιρό στα δρώμενα αυτού που αποκαλούμε «σύγχρονη ελληνική τέχνη». Με βασικό και ακαταμάχητο όπλο της τον «αυτοπροσδιορισμό» α-λα γκρεκ, η εν λόγω ομάδα δεν διεκδικεί απλώς αλλά διατυμπανίζει τη θέση της στον χώρο του υπερρεαλισμού.
Θα έμοιαζε ίσως εμψυχωτικό, δηλωτικό κατανόησης του όλου εγχειρήματος, το να διεκδικεί κανείς την ταυτότητα της υπερρεαλιστικής ομάδας, μετά από τόσες δεκαετίες κατά τις οποίες ο υπερρεαλισμός επιζεί στην κατεστημένη αισθητική και λογοτεχνική κριτική ως αναφορά ή επιρροή, αποκομμένος από το κατεξοχήν ζωντανό του στοιχείο, τη συλλογικότητα. Φευ, δεν είναι η πρώτη περίπτωση: οι παλιότεροι καπηλευτές είχαν τουλάχιστον τις στοιχειώδεις γνώσεις για να αποποιούνται μετά βδελυγμίας την όποια κινηματική αξίωση συνεπάγεται ο όρος «ομάδα». Οι τρέχοντες, απλώς αγνοούν την ύπαρξη αυτής της αξίωσης.
Μια ομάδα που μοιάζει να διέπεται, μάλλον, από το δόγμα «ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει», καθώς αφήνει να διαφανεί η ευκολία με την οποία, από τη μια διοργανώνει εκδηλώσεις για τον Μπρετόν και τον Εγγονόπουλο, ή οργανώνει «ποιητικούς διαγωνισμούς» υπό την όνομασία «Ανδρέας Εμπειρίκος», και από την άλλη αναρτά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που διαθέτει τσιτάτα του Μπρεχτ, του Φουκώ, του Ζίζεκ και άλλων ηχηρών ονομάτων που συνιστούν εγγυήσεις επαρκούς κουλτούρας (ή έστω γευστική σαλάτα αναφορών), χωρίς καν να διερωτάται τι μπορεί να τα συνδέει με τη διακηρυσσόμενη υπερρεαλιστική ταυτότητα. Ακολουθώντας το χειρότερο από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τις απαρχές του υπερρεαλισμού, τον υποτιθέμενο αρχηγοκεντρισμό του, περισσότερο από ομάδα αποτελούν μια πυραμίδα αφελών οπαδών με κορυφή της τον κατά δήλωσή του «υπερρεαλιστή» ηγέτη, τον ονομαστό Αντώνη Χαριστό. Ο πνευματικός αυτός «ηγέτης», προτάσσοντας έναν υπερρεαλισμό κομμένο και ραμμένο στα δικά του μέτρα όπως τον αντιλαμβάνεται το εν συγχύσει διατελούν εσωτερικό τού κρανίου του, και διαστρεβλώνοντας όλα όσα αφορούν το θεωρητικό περιεχόμενο και τον πρακτικό ορίζοντα του υπερρεαλισμού, με πυξίδα έναν ψευδή ουμανισμό και μια εμμονή σε λογοτεχνικές βραβεύσεις και ποιητικούς διαγωνισμούς, πλήρης προδήλου θαυμασμού για τέτοιου είδους θεσμοποιημένες ιεραρχικές δραστηριότητες, διατυμπανίζει από τον ιστότοπό του(ς) μια ψευδεπίγραφη εκδοχή υπερρεαλισμού θεωρούμενου απλώς ως ενός, ανάμεσα σε άλλα, οχήματος λογοτεχνικής έκφρασης. Κηρύσσει μια «νέα μέρα», μια «καινούργια αρχή», μια αρχή που τοποθετεί τον πυρήνα του ιστορικού κινήματος σε μια “no politica” πλατφόρμα, εντελώς έξω από τις θέσεις και τις τοποθετήσεις που αφορούσαν και αφορούν την κοινωνικοπολιτική του παρέμβαση και εξεγερσιακή πρακτική, διά των οποίων ξεπερνά το στενό πλαίσιο μιας ακόμη μορφής έκφρασης και καινοτομίας στην τέχνη.
Ένας υπερρεαλισμός κατ’ εικόνα και ομοίωση των δημιουργών του, γεμάτος εθνικιστικές εξάρσεις, θρησκευτικές κορώνες. Ένας υπερρεαλισμός που μπορεί να διοργανώνει σεμινάρια αυτόματης γραφής με τιμή 120 ευρώ κατά κεφαλήν μαθητευομένου, ή να συγγράφει συλλογικό επετειακό κείμενο για το Πολυτεχνείο του 1973. Πνιγμένοι στις δημόσιες σχέσεις, είναι ανοιχτοί σε συνεργασίες με καλλιτέχνες εντελώς άσχετους με αυτό που εκπροσωπεί ο υπερρεαλισμός, ίσως και με εχθρικές προθέσεις εναντίον του, αλλά (γιατί όχι;) και με τον ΟΑΣΘ: μπορούν να μπαίνουν στα λεωφορεία του, απαγγέλλοντας ποιήματα του Μπρετόν, βιντεοσκοπώντας αυτές τις απαγγελίες και μοντάροντάς τες εν συνεχεία με πλάνα μίας γιγάντιας ελληνικής σημαίας που ανεμίζει περήφανη και ωραία πάνω από την πόλη, η οποία, εν προκειμένω, είναι αυτή της Θεσσαλονίκης
Αναφερόμαστε φυσικά στην ΨΟΘ (Ψευδο-υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης), τα μέλη της οποίας, πέραν της εμφανούς ασχετοσύνης τους περί του τι ήταν και είναι ο υπερρεαλισμός, διαθέτουν το θράσος να διατυμπανίζουν ότι αποτελούν τη μοναδική εκπροσώπηση του κινήματος στην Ελλάδα. Πεπεισμένοι ότι είναι οι απόγονοι των Εμπειρίκου-Εγγονόπουλου (είμαστε βέβαιοι πως οι γνώσεις τους φτάνουν μέχρι αυτούς τους δύο, άντε και λίγο από τους Προσανατολισμούς του Ελύτη), παλεύουν να εμφανιστούν ως η απαρχή του οργανωμένου (ό,τι κι αν αυτό σημαίνει στο κεφάλι τους) υπερρεαλισμού εν Ελλάδι, αγνοώντας εντελώς την ιστοριογραφία (ή εσκεμμένα παρακάμπτοντάς την) και τα πρόσωπα που πραγματικά έχουν συμβάλει σε αυτό που υπήρξε και παραμένει ο εγχώριος υπερρεαλισμός.
Πριν προχωρήσουμε στο κυρίως θέμα του κειμένου οφείλουμε δύο διευκρινίσεις:
α) Χωρίς να έχουμε διδακτικές διαθέσεις, ή τάσεις χειραγώγησης του υπερρεαλιστικού κινήματος εις την ημεδαπή, θα αναγκαστούμε σε κάποια σημεία να ανατρέξουμε στην ιστοριογραφία του υπερρεαλιστικού κινήματος. Αυτό συμβαίνει γιατί, πολύ απλά, προσλαμβάνουμε πάντα τον υπερρεαλισμό ως το ταξίδι-παιχνίδι που εδώ κι έναν αιώνα διαγράφει αδιάλειπτη πορεία στον χωροχρόνο, πορεία συχνά μεταβαλλόμενη, αλλά, σε πείσμα πολλών, αδιάσπαστη. Οι όποιες αλλαγές ποτέ δεν ήταν άσχετες με κύριες και βασικές του θέσεις.
β) Δεν έχουμε καμία απολύτως διάθεση να κρίνουμε τα μέλη της ομάδας καθώς και τα έργα τους με όρους καθαρά αισθητικούς. Δεν μας απασχολεί το αν τα έργα τους έχουν την όποια καλλιτεχνική αξία, ούτε πρόκειται να βγάλουμε το «αισθητικό-μετρο» – δεν μας αφορούν τα άτομα αυτά ως λογοτέχνες ή καλλιτέχνες. Αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι ότι έχουν σχέση ακριβώς με αυτούς και μόνο τους κύκλους (λογοτεχνικούς-καλλιτεχνικούς) και ότι άρα θα όφειλαν να περιοριστούν ακριβώς στη σύνδεσή τους με αυτούς, κι όχι να διεκδικούν δύσβατα και σκοτεινά για την ιδιοσυγκρασία τους μονοπάτια. (Ακόμη κι αν έχουν τη δύναμη να τραγουδούν πριν και πάνω απ' την καταιγίδα, δεν έχουν τη διορατική ματιά να δουν την καταιγίδα.) Αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι ότι οι εν λόγω δημιουργοί ουδεμία σχέση μπορούν να έχουν με αυτό που αποκαλούμε «θαυμαστό», «αντικειμενικά τυχαίο», καθώς και με τα δρώμενα του σύγχρονου υπερρεαλιστικού κινήματος – όχι ελληνικού, αλλά διεθνούς, κάτι που προφανώς αφήνει αδιάφορη την κοντόφθαλμη οπτική τους, ενώ αντίθετα πανηγυρίζουν αν τυχόν κάποιος ιστότοπος γράψει γι' αυτούς: «Μια ομάδα που θέλει να διδάξει (!) τον σουρεαλισμό στην Θεσσαλονίκη»1.
Υπάρχουν, σε αυτό που ονομάζουμε υπερρεαλισμό, ορισμένα ριζικά στοιχεία, που δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει εάν κι εφόσον επιθυμεί να ταυτιστεί μαζί του. Κύριο ανάμεσα σε αυτά (όχι αυτοσκοπός, μα προϋπόθεση) είναι ο αντικομφορμισμός, η ρήξη με τον εγκλεισμό της πολιτισμικής πράξης στον περίκλειστο χώρο της τέχνης. Τίποτε δεν είναι πιο ξένο στην ΨΟΘ: ο διαχωρισμός είναι το οξυγόνο της. Με το να διοργανώνεις διαγωνισμούς ποίησης έχεις ήδη κάνει το μεγάλο βήμα για τον απόλυτο κομφορμισμό. Όταν, δε, θέτεις ως όρο στους συμμετέχοντες να μην υπάρχει καμία πολιτική αναφορά στα ποιήματα που θα καταθέσουν, έχεις πλέον ξεπεράσει ακόμη κι αυτόν τον ίδιο τον κομφορμισμό. Προτείνουμε στα μέλη της ΨΟΘ, αν δεν το γνωρίζουν ήδη, να μάθουν για ποιον λόγο διεγράφη από την Ομάδα του Παρισιού ο Avida Dollars (ο Σαλβαδόρ Νταλί δηλαδή, κι αν αναφέρουμε και το όνομά του, εκτός από το παρατσούκλι που του χάρισε απλόχερα ο Μπρετόν, είναι γιατί πολύ φοβόμαστε πως οι εν λόγω «υπερρεαλιστές» δεν θα αντιληφθούν τη νύξη) και για ποιον λόγο ο Μαξ Έρνστ. Αν διέθεταν κάποιο αίσθημα ντροπής, μετά από αυτές μας τις αναφορές θα επανεξέταζαν τη σχέση τους με τη λέξη «υπερρεαλισμός». Σε αυτήν βέβαια την περίπτωση θα ήταν ήδη δυνάμει υπερρεαλιστές, κάτι που ελέγχεται ως υπερβολικά αισιόδοξο για να είναι αληθινό.
Δεύτερο στοιχείο του τέλειου κομφορμισμού που διέπει την ΨΟΘ είναι αυτό της «ανοιχτής συνεργασίας» με οποιονδήποτε δηλώνει καλλιτέχνης. Μακάρια αδαείς για την αιτία που έκανε τους ευφυέστερους λογοτεχνίζοντες προγόνους τους να βδελύσσονται το συλλογικό στοιχείο του υπερρεαλισμού, άσχετοι με το τι ακριβώς συλλογικά επιθυμητικό σηματοδοτεί η λέξη ομάδα που τόσο υπερήφανα κραδαίνουν, μπορούν να συνδιαλέγονται και να συνυπάρχουν με όποιον να ’ναι, στο όνομα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Είναι αμφίβολο αν άκουσαν ποτέ ότι ο υπερρεαλισμός δεν ήταν, δεν είναι, και δεν θα γίνει ποτέ μια τάση καλλιτεχνική ή έκφραση κάποιας πρωτοπορίας που μπορεί να την διαδεχθεί κάποια νεότερη. Ένα ελάχιστο ξεφύλλισμα κρίσιμων κειμένων θα τους είχε ενημερώσει ότι η θέση αυτή είναι που συνδέει και σήμερα τον υπερρεαλισμό με την ημέρα που εκδόθηκε το Πρώτο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού, πέρα και πάνω από ατομικές μικρότητες. Ο υπερρεαλισμός προπάντων αντιπροσωπεύει την ρήξη με κάθε έννοια πολιτιστικού σιναφιού και η απώτερή του στόχευση δεν είναι άλλη από αλλαγή της ανθρώπινης συνείδησης που θα οδηγήσει στην πλήρη ανατροπή του κόσμου. Εννοείται ότι, στις συνεργασίες τους αυτές, η πολιτική διάσταση είναι σταθερά απούσα, οπότε θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι, για παράδειγμα, ένας εθνικιστής με στιχουργήματα μετρίου λυρισμού θα είχε εύκολα μια θέση ανάμεσά τους. Ίσως, γιατί όχι, να διάβαζε και ποίησή του σε εκδήλωση για τον Αντρέ Μπρετόν.
Φαίνεται ότι τα μέλη της ΨΟΘ, παρότι τίμησαν βεβαίως τον Μπρετόν ανάγοντάς τον σε διασκεδαστή επιβατών λεωφορείου, δεν χάλασαν ποτέ φαιά ουσία για δυο συγκεκριμένες ρήσεις του (πραγματικές αυτές):
α) η επανάσταση μόνη δημιουργός του φωτός2,
β) εμείς οι σουρρεαλιστές «δεν αγαπάμε την πατρίδα μας»3.
Τη δεύτερη την παραθέτουμε σε σχέση με την έξοχη έμπνευση της ΨΟΘ να ξεκινήσει το βίντεο που ετοίμασε για την εκδήλωση στη μνήμη του Μπρετόν με μια γιγάντια ελληνική σημαία που ανεμίζει στην κορυφή του Κόκκινου Πύργου4, ο οποίος υπήρξε και το πρώτο τους λογότυπο, σε μιαν ακόμη επιλογή έμπλεη διεθνιστικής υπερρεαλιστικής επιθυμίας.
Οι εμμονές της ΨΟΘ (δηλαδή του «ηγέτη», οι υπόλοιποι απλώς ακολουθούν για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη ομάδας) βασίζονται εν πολλοίς στην παραπληροφόρηση, συνήθη σε όσους εν Ελλάδι στέκουν έξω από το παιχνίδι, ως προς τη σχέση υπερρεαλισμού και ανθρωπισμού. Πράγματι, μόλις πριν από μια δεκαετία οι παρ’ ημίν σχετικά ευρέως γνωστές ρήσεις του Μπρετόν ήσαν φράσεις από τη Νάντια ή στίχοι του που έγιναν συνθήματα στον Μάη του ’68. Πώς ξαφνικά βρέθηκε να του αποδοθεί, ως πλέον εμβληματική του μάλιστα απόφανση, η φράση: «Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση»5; Πώς ο Μπρετόν, αυτός που σε συνέντευξή του χαρακτήριζε την απάντηση του Οιδίποδα στο αίνιγμα στης Σφίγγας ως το μεγάλο ελάττωμα της αρχαιοελληνικής σκέψης, αυτός που λογομάχησε με τον Τρότσκυ για τον ανθρωποκεντρισμό του δεύτερου, βρέθηκε, στην Ελλάδα ειδικά, να μνημονεύεται προπάντων με μια φράση που βρίσκεται στον ακριβή αντίποδα της σκέψης του5; Ο «ηγέτης» μας, αν γνώριζε το λάθος, θα μειδιούσε άραγε (όπως εμείς) με το τυχαίο που ελλοχεύει ακόμη και στις ατυχίες, διαλέγοντας την πλέον ξένη στον Μπρετόν φράση για να του την αποδώσει; Μάλλον όχι, μα ούτε και θα το μάθουμε ποτέ: πεπεισμένος κι αυτός ότι η ρήση προέρχεται από την πένα του Μπρετόν, εισχωρεί στον χώρο του θαυμαστού, ονειρεύεται πως είναι αυτός που διαθέτει το χάρισμα για τη δημιουργία μιας «πανανθρώπινης» τέχνης (ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό) και κατασκευάζει έναν θρόνο όπου μόνον Εκείνος μπορεί να καθίσει και να περιμένει… περιμένει… περιμένει… τι άραγε; (Τον Γκοντό, θα πρότεινε ίσως κανείς, και θα ήταν όντως μια καλή αν και ελαφρώς μπανάλ αναφορά για εστέτ καλλιτεχνικές συλλογικότητες.)
Σε αυτόν τον ψευδο-ουμανισμό, βασισμένο σε μια ήδη στρεβλωμένη ρήση ενός άλλου Αντρέ, του Ζιντ, αντιπαραθέτουμε τα λόγια του Νικόλαου Κάλας που δόθηκαν ως απάντηση σε ερωτηματολόγιο του Υπερρεαλιστικού Κινήματος των Η.Π.Α.:

    «Καλλιεργήστε το αίνιγμα σε πείσμα του αναπόφευκτου Οιδίποδα!»

Μια πανανθρώπινη τέχνη έξω από την σύνδεση πραγματικότητας και ονείρου, μια πανανθρώπινη τέχνη που δεν αναγνωρίζει πολιτικές τοποθετήσεις, δεν ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα για τη σχέση ανθρώπου με άνθρωπο, δεν διεκδικεί καμία ανατροπή. Μια τέχνη, λένε, δομημένη: ναι, οι ίδιοι είναι που μιλούν για «δομημένο» υπερρεαλισμό, εγείροντας την απορία πώς δομείται κάτι που έχει δομηθεί έναν αιώνα τώρα και που δομείται καθημερινά, έξω από αυλές ποιητών και πεζογράφων, έξω από αίθουσες λογοτεχνικών νεκροτομείων και έξω από ακαδημαϊκούς θεσμούς, στον δρόμο της διεκδίκησης του απολύτου ή στη φωτιά της κοινωνικής ανατροπής. Δομημένη, αυτή, πάνω στην άμμο, δίπλα στο τσουνάμι που μας χτυπάει εδώ και αιώνες, από τη μέρα που ο Οιδίποδας απάντησε στο αίνιγμα της Σφίγγας6.
Και φθάνουμε στην προαναφερθείσα εκμάθηση «αυτόματης γραφής». Δεν χρειάζεται να θυμηθούμε ότι, στο πέρασμα του χρόνου, όσους υπερρεαλιστές χρησιμοποίησαν τον υπερρεαλισμό προς ίδιον όφελος είτε τους απομάκρυναν οι ίδιοι οι πρώην σύντροφοί τους είτε τους ξέβρασε το κύμα σε δέκτες τηλεοπτικούς με προσωπεία γελωτοποιών, ή και τα δύο μαζί. Θα σταθούμε στο θέμα της «διδακτέας» αυτόματης γραφής, στο ριζικό παράδοξο μιας οπτικής που ανάγει τον υποτιθέμενο υπερρεαλισμό σε μια απλή μορφή λογοτεχνίας και συνάμα απαλλάσσει τα έργα του από κάθε κριτήριο.
Παρακάμπτουμε το ότι ο υπερρεαλισμός δεν είναι μόνο αυτόματη γραφή, ότι ο Μπρετόν θύμιζε συχνά την αφετηριακή της σημασία και τον σκοπό που εξυπηρέτησε μία δεδομένη περίοδο στην πορεία του κινήματος, ενώ εξηγούσε την εγκατάλειψη της πρακτικής της (σε κείμενα και συνεντεύξεις, που αν είχαν διαβαστεί δεν θα μας ταλαιπωρούσε ακόμη η δήθεν ρήση περί «ανθρώπου»). Αυτά ωστόσο μπορούν να αποδοθούν σε αθώα ασχετοσύνη. Το να απαιτείς όμως 120 ευρώ για να διδάξεις αυτό που δεν διδάσκεται, πέρα από απάτη είναι –πάλι– μεγαλομανία. Πώς να διδάξεις την κατεξοχήν εσώτερη διεργασία, αυτή της δυσδιάκριτης εσωτερικής φωνής; Πώς να διδάξεις –πέραν της ψυχαναλυτικής μεθόδου– την εφόρμηση του «άλλου» επί του «εγώ»; Κι αν ακόμη είχες (Χαριστός γαρ) το χάρισμα να την διδάξεις, πώς, τότε, επιλέγεις να την εκπορνεύεις;
Όλοι οι άνθρωποι είναι δυνάμει ποιητές – το αν και πότε σπινθηρίζει η ποίηση, αυτό είναι άλλο εντελώς θέμα. Για την αυτόματη γραφή και την ποιητική διαλεκτική, αφουγκραζόμαστε τα λόγια του νεαρού Αραγκόν: «Εάν γράφετε, ακολουθώντας μια υπερρεαλιστική μέθοδο, θλιβερές βλακείες, είναι θλιβερές βλακείες. Χωρίς δικαιολογίες7». Το να περιμένεις από εκ γενετής τυφλό να περιγράψει τα χρώματα της ίριδας, ή από αναλφάβητο να απαγγείλει στα λατινικά Οβίδιο, θα ήταν ίσως κατανοητό: η διδασκαλία μπορεί να μεταδώσει έστω τα εξωτερικά γνωρίσματα της γνώσης. Το να επιτηρείς επί πληρωμή την επίδειξη αυθορμητισμού είναι ίδιο με το να ρουφάς το βάθος με ένα πανάκριβο πλαστικό καλαμάκι, για ν’ αφήσεις μόνο τον κοπανιστό αφρό.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι πέρα από τον Χαριστό υπήρξαν κι άλλοι καλοθελητές στο να μας διδάξουν την αυτόματη γραφή, έστω κι αν, βάσει του προγενέστερου έργου τους, και οι ίδιοι υπήρξαν μάλλον τουρίστες σε αυτήν. Ο κάθε ενδιαφερόμενος που έχει την καλή διάθεση να γνωρίσει τον υπερρεαλισμό και τα έργα του, καλό θα ήταν να ανατρέξει μόνος στις πηγές. Δεν υπάρχει καλύτερος κριτής για τη γονιμότητα του κόπου του από τη γνώση και την έμπρακτη εφαρμογή της. Ο καθένας μπορεί να αυτοαποκαλείται όπως νομίζει – το είπαμε ήδη – αρκεί να αντιμετωπίσει το κόστος της επιλογής του. Αν, εθισμένος σε αδαείς κολακείες, δεν το αντέχει, τότε ας στραφεί προς τον καθρέφτη του. Κι αν δεν μπορεί να περάσει στην άλλη πλευρά, όπως η Αλίκη, τότε ας λουστεί τα θραύσματα, θεωρώντας τα ως επευφημίες.
Πίσω από την ξύλινη κορνίζα, ένα γυναικείο πρόσωπο ξεπροβάλλει κι απαγγέλει την Ωδή του Τίποτα. Κουστουμαρισμένοι δρυοκολάπτες χειροκροτούν ατενίζοντας το Πουθενά. Ολόκληρη η Ιστορία είναι διανθισμένη από καλές προθέσεις αλλά κι από ηγέτες με στόχους. Το καλύτερο που έχουν να κάνουν κάποιοι είναι είτε η σιωπή είτε η ενασχόληση με άλλα θέματα πιο προσφιλή σε αυτούς. Η ημιμάθεια είναι έγκλημα, αλλά και η διαστρέβλωση, που δεν μπορεί παρά να είναι εσκεμμένη, είναι πράξη εξίσου χαμερπής.
Ας μιλήσουμε ωστόσο και για εκείνους που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα ήταν από τους πρώτους που θα έπρεπε να αντιληφθούν την ολοφάνερη πλαστογραφία του όρου υπερρεαλισμός που επιχειρείται στην περίπτωση αυτή, και την απάτη του αυτοχαρακτηρισμού ως υπερρεαλιστικής της ομάδας των εν Θεσσαλονίκη επίδοξων σφετεριστών. Αναφερόμαστε φυσικά στους πανεπιστημιακούς-ακαδημαϊκούς καθηγητές φιλολογίας, πολλοί από τους οποίους έχουν στηρίξει την σταδιοδρομία τους σε δημοσιεύσεις, βιβλία και διδακτορικά για τον ελληνικό κυρίως υπερρεαλισμό, και την ανικανότητά τους να ξεσκεπάσουν την προφανώς κίβδηλη φύση του εν λόγω εγχειρήματος, γεγονός που προδίδει είτε την ανεπάρκειά τους είτε την εσφαλμένη τους αντίληψη να εκλαμβάνουν τον υπερρεαλισμό ως αποκλειστικώς λογοτεχνική ή εικαστική σχολή, ή και την απόλυτη αδιαφορία τους για το φαινόμενο υπερρεαλισμός ως κοσμοθεωρία και τρόπο σκέψης και αντίληψη ζωής, σε μια χώρα όπου ο υπερρεαλισμός δεν έπαψε ποτέ να εκλαμβάνεται ως ένα ακόμα «στυλ» ανάμεσα στα άλλα, ακίνδυνο και αποσπασμένο από οποιαδήποτε συλλογική δραστηριότητα, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να δώσει νόημα στην περιπέτεια μιας συνειδητά εξασκούμενης ονειρικής παραφοράς. Μία μάλιστα εξ αυτών έσπευσε να εκφράσει την ευαρέσκειά της για την ίδρυση της εν λόγω ομάδας, με αποτέλεσμα η ομάδα αυτή να καυχιέται για το γεγονός εκφράζοντας τις εγκάρδιες ευχαριστίες της και την απύθμενη ευγνωμοσύνη της προς την αγαλλιάζουσα καθηγήτρια στην σελίδα της πρώτης στο facebook. Έτσι ολοκληρώνεται ο κύκλος της ακαδημαϊκής σκύλευσης του υπερρεαλισμού: από τους ειδικούς και καθηγητές που οριοθέτησαν το κίνημα και αλλοίωσαν το νόημα της οργάνωσής του σύμφωνα με τις εμμονές ή τα συμφέροντά τους, αρνούμενοι τη ζωντανή συλλογική του υπόσταση και μεταμφιέζοντας τη συνειδητή σύγχυση σε υποτιθέμενο αντιδογματισμό, καταλήγουμε σε μια ψευδεπίγραφη συλλογικότητα που αξιοποιεί τους ίδιους ειδήμονες ως εγγυητές και απονομείς πιστοποιητικών υπερρεαλιστικής αυθεντικότητας.
   Αφήνουμε πίσω μας συγγραφείς να υπογράφουν τα βιβλία τους, αφήνουμε πίσω μας μανιφέστα πανανθρώπινα και καημούς εμπλουτισμένους με ματαιοδοξία και κενότητα, ελπίζοντας πως κι αυτοί θα μας κάνουν τη χάρη να μην σφετερίζονται κάτι που για μας, πέρα από καλλιτεχνική έκφραση, αποτελεί θέαση και πράξη της ζωής. Δεν έχουμε καμία απολύτως διάθεση να παρουσιαστούμε ως κλειδοκράτορες του υπερρεαλιστικού προ(σ)τάγματος, απλώς επιθυμούμε να αρθεί η σύγχυση πάνω σε ζητήματα που εδώ και πολλά χρόνια διαπραγματευόμαστε και ως ομάδα αλλά και ως άτομα. Δεν μπορούμε να μένουμε αμέτοχοι απέναντι στην καπηλεία. Θα ευχόμασταν αυτή να ήταν η τελευταία φορά που ασχολούμαστε με τη συγκεκριμένη ομάδα, αν και οι ευχές υπάρχουν για να διαψεύδονται.


1 Η απροσμέτρητη μεγαλομανία του «ηγέτη» της ΨΟΘ είναι τόσο μεγάλη που σε επικοινωνία του με την Υπερρεαλιστική Ομάδα του Λιντς έπεσε στο ατόπημα να θελήσει να εμφανίσει ως μοναδική υπερρεαλιστική συλλογική δράση στον ελλαδικό χώρο την κατά φαντασία υπερρεαλιστική ομάδα του. Ήταν τόσο μεγάλη η αφέλεια του αν ήταν αφέλεια που δεν κατάφερε να σκεφτεί το πολύ απλό, ότι η Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας θα είχε επαφές με το διεθνές κίνημα του υπερρεαλισμού πολλά χρόνια πριν ο ίδιος μάθει το όνομα του Μπρετόν. Εννοείται πως αυτή και μόνο η κίνηση αρκούσε για να μην τον πάρουν στα σοβαρά τα μέλη του Λιντς κι όχι μόνο. Η απόπειρα αυτή αποτελεί την πρώτη και μοναδική επαφή της ΨΟΘ με οποιαδήποτε υπερρεαλιστική συλλογικότητα, και κρίνοντας από τον αυτοπροσδιορισμό της ως καθαρά λογοτεχνικής ομάδας κατά τη συγκεκριμένη επικοινωνία δεν είχαν ιδέα ούτε σε ποιους απευθύνονταν (την ύπαρξη των οποίων εξάλλου είχαν μάθει από τρίτο πρόσωπο), ούτε τι εξέφραζαν, ούτε αν η ομάδα του Λιντς είναι η μοναδική στον κόσμο, ούτε καν γιατί έχει έννοια η ίδια η ύπαρξη και συνεργασία υπερρεαλιστικών ομάδων

2 Αντρέ Μπρετόν: Αρκάνα 17, μτφρ. Στέφανος Ν. Κουμανούδης, εκδ. ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1984, σ. 98.


3 Αντρέ Μπρετόν: Η Πολιτική θέση του σουρρεαλισμού, εκδ. Ουτοπία, Αθήνα 1980, μτφρ. Γ. Γεωργαντζή-Ν. Μπαλης, σ. 84


4 Όσο κι αν θα ενοχληθούν κάποιοι, η αλήθεια για τον Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης είναι πως για αιώνες υπήρξε κόκκινος – απ’ τα κορμιά των κατασφαγμένων, κρεμασμένων ανάποδα ανθρώπων. Αυτό το μνημείο της φρίκης και της καταδυνάστευσης είναι που επέλεξαν να έχουν ως λογότυπο οι «συνεχιστές» του υπερρεαλιστικού οράματος, οι δημιουργοί της πανανθρώπινης τέχνης.

5 Προτρέπουμε τον όποιον ενδιαφερόμενο περί της αναζήτησης της αλήθειας πάνω στο ζήτημα αυτό να ανατρέξει στο τρίτο τεύχος του περιοδικού Κλήδονας και να διαβάσει το άρθρο του Νίκου Σταμπάκη «Για την Αποικιοποίηση της Ταυτότητας», σ. 66.


6 Και πάλι απ’ το Αρκάνα 17, σ. 32, διαβάζουμε τα εξής: Ο άνθρωπος καυχιέται ότι είναι ο εκλεκτός της δημιουργίας. Ότι μπόρεσε να του αποκαλύψει η θεωρία της εξελίξεως για την καταγωγή του και για τις γενικές βιολογικές αναγκαιότητες που προδιαγράφουν ένα όριο στην ίδια τη διάρκεια του είδους του, παραμένει ένα νεκρό γράμμα.

7 Λουί Αραγκόν: Περί του ύφους, μτφρ. Στέφανος Ν. Κουμανούδης, εκδ. ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 1985, σ. 98.