Φτάσαμε, λοιπόν, στις 7 του Οκτώβρη του 2020. Η αστική δικαιοσύνη έβγαλε μια – ομολογουμένως – ιστορική απόφαση σε ό,τι αφορά την εγκληματική – και με τον νόμο πλέον – οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Καταδικασμένη για κάποια από τα εγκλήματά της, η ηγεσία της ναζιστικής οργάνωσης αναμένει τώρα, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις, τις ποινές που θα επιβληθούν, ενώ στη συνέχεια θα στραφεί στο δεύτερο βαθμό, στο εφετείο, με την ελπίδα να υπάρξει κατάπτωση της πρωτοβάθμιας απόφασης.
Θα μπορούσαμε εύκολα να πέσουμε στην παγίδα του εφησυχασμού, βέβαιοι πως οι δικαστικές αρχές, συναισθανόμενες το περί δικαίου αίσθημα που εκπορεύεται από τις δράσεις του κινήματος και την καταδίκη των εγκληματιών ναζιστών από τον ίδιο τον λαό στη σχετική πλειοψηφία του, θα πράξουν με την ίδια συνέπεια και στον δεύτερο βαθμό το καθήκον τους. Θα μπορούσαμε να αισθανθούμε τη μακάρια γαλήνη τού νικητή, αν δεν γνωρίζαμε καλά πως αυτή η νίκη έρχεται μέσα από τις διεργασίες ενός συστήματος που εκτρέφει, μεγαλώνει και επιτάσσει, ανάλογα με την ιστορική συγκυρία που διανύει κάθε φορά, ναζιστικά τάγματα εφόδου, ή έναν φασισμό άλλου τύπου, πιο ήπιο στις πράξεις, στα λεγόμενά του, όμως πάντα το ίδιο αποκρουστικό, το ίδιο βρόμικο στην ουσία των πραγμάτων που εκείνος αντιπροσωπεύει. Δεν παραγνωρίζουμε επ’ ουδενί την αξία που έχει αυτή η καταδίκη, δεν μας κάνει όμως και να εθελοτυφλούμε.
Από την ώρα της ανακοίνωσης της καταδικαστικής απόφασης, αλλά και πριν από αυτήν, γινόμαστε μάρτυρες μίας αισχρής καπηλείας της. Οι νεοφιλελεύθεροι εκφραστές του αστικού καθεστώτος, οι συνοδοιπόροι και προστάτες μέχρι χτες του ναζιστικού μορφώματος, έχουν αρχίσει με τυμπανοκρουσίες να διαλαλούν πως είναι αυτοί που έμμεσα καταδίκασαν τις πρακτικές, τις θέσεις και τις ιδέες του. Δεν λησμονούν βεβαίως να τονίσουν και πάλι, με εμφατικό τρόπο, τη θεωρία των δύο άκρων. Δεν είμαστε τόσο αφελείς ώστε να μην αναγνωρίζουμε το προβλέψιμο των τρόπων τους. Είναι οι ίδιοι άλλωστε που πριν από ένα-δυο χρόνια χαιρετούσαν τις καταλήψεις σχολείων που υποκινούσε η Χρυσή Αυγή (το κύκνειο άσμα της όπως αποδείχτηκε) για το ζήτημα της ονομασίας της Βόρειας Μακεδονίας. Κι είναι οι ίδιοι αυτοί που σήμερα, με τη βοήθεια εντεταλμένων «γελοιογράφων», αναπαριστούν τους μαθητές που κάνουν το ίδιο (με διεργασίες νομότυπες, με συνεδριάσεις και ψηφίσματα αυτή τη φορά) σαν πιθήκους. Πρωτόγονοι πιθηκάνθρωποι σήμερα οι μαθητές, επικίνδυνοι κατά τους νεοφιλελεύθερους ψευδο-τιμωρούς του φασισμού και του ναζισμού. Πιθηκάνθρωποι γιατί ζητούν το αυτονόητο, τη διασφάλιση της υγείας τους, αντιστεκόμενοι στην εξόφθαλμη προσπάθεια προάσπισης οικονομικών συμφερόντων που αφορά την παραπαιδεία κι όχι μόνο. Πιθηκάνθρωποι τέλος οι μαθητές, οι χτεσινοί «πατριώτες» μαθητές, αυτοί που είχαν γίνει μοχλός πίεσης στα χέρια της τότε αντιπολίτευσης και των ναζιστών για μια ολοφάνερη ψηφοθηρική απάτη.
Θα ήμασταν ασυγχώρητα αφελείς αν πιστεύαμε στη χαρά που έχει σήμερα καταλάβει τους εκπροσώπους της αστικής δημοκρατίας, καθώς και τα μαζικά μέσα αποεγκεφαλοποίησης που, εντελώς ξαφνικά, αναγνωρίζουν το εγκληματικό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής. Τα ίδια μέσα που, μέσω των συχνοτήτων και ιστοτόπων τους, επαινούσαν τους ναζιστές επειδή βοηθούν να «ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας», κατόπιν τους απέρριπταν ως «το ένα άκρο» αποκλειστικά και μόνο για να χτυπήσουν «το άλλο», το μόνο που τους ενδιέφερε ποτέ, προπαγάνδιζαν δυνητικές συγκυβερνήσεις, αποκαλούσαν «λυτή» τη Μάγδα Φύσσα και μας ζητούσαν να συμπονέσουμε το «ψυχολογικό ράκος» που ακούει στο όνομα Γεώργιος Ρουπακιάς, είναι αυτά που από χτες καλούν στα πάνελ για να καταθέσουν την άποψή τους άτομα που βρέθηκαν απέναντι σε λογής Κασιδιάρηδες και, μαζί τους, εκφράζουν την ευχαρίστησή τους, εκθειάζουν τις δικαστικές αρχές, θυμούνται εντελώς ξαφνικά όλες τις ρατσιστικές επιθέσεις, άσχετα που κάποιοι από τους δημοσιογράφους αυτούς έχουν κατά καιρούς προβεί σε επαίσχυντες δηλώσεις ακραίας ρατσιστικής, λεκτικής βίας (θυμίζουμε τα μαθηματικά κάποιων κυρίων όταν μετρούσαν τα κρούσματα κορονοϊού πριν από κάποιους μήνες και τα έβγαζαν μειωμένα μόνο και μόνο γιατί ορισμένα από αυτά αφορούσαν ανθρώπους που ανήκουν στη φυλή των Ρομά). Ενίοτε, δε, επαινούν τη Μάγδα Φύσσα επειδή, παρότι ζει σε λαϊκή συνοικία, ξέρει να χτενίζεται και οι τρόποι της είναι υποφερτοί (συμπαθής περίπτωση πιθηκανθρώπου, με άλλα λόγια, που ως εκ τούτου δικαιούται να διεκδικήσει μια κάποια δικαίωση όταν μαχαιροβγάλτες σκοτώνουν το παιδί του).
Το τελευταίο αυτό σημείο, που διατυπώθηκε εντελώς ανερυθρίαστα από δημοσιογράφο του (ποιου άλλου;) Σκάι, αναδεικνύει τον άξονα γύρω από τον οποίο κινήθηκε ανέκαθεν η όποια μιντιακή κριτική προς τη Χρυσή Αυγή όλα αυτά τα χρόνια. Ανατρέχοντας στο κλασικό στερεότυπο των «αριστερών» ή/και «αναρχικών» ως άπλυτων, η αισθητικοποίηση της πολιτικής, που ο Walter Benjamin σημείωνε ότι αποτελούσε ειδοποιό στοιχείο του μεσοπολεμικού φασισμού, ανήγε όλα αυτά τα χρόνια τη θεωρία «δύο άκρων» σε υπόθεση ελλιπούς σαβουάρ βιβρ. Οποιοσδήποτε και σε οποιονδήποτε βαθμό ενοχλούσε (συμπεριλαμβανομένου ενός αγωνιστή που συγκρούστηκε σώμα με σώμα με ναζιστές κι έγινε αντικείμενο πτωματοφαγίας από την ίδια φυλλάδα που διαφήμιζε τη φιλανθρωπική δράση των καθαρμάτων, για να σχετικοποιείται κατόπιν ο θάνατός του λόγω των «άξεστων» και «χυδαίων» στίχων του), υποβαλλόταν επί σειρά ετών σε αποτιμήσεις καθαρά αισθητικής τάξης. Σήμερα, οι απόηχοι των ναζιστικών σκίτσων στις γελοιογραφίες με τους μαθητές-πιθήκους και τις δίχως άλλο ακάθαρτες συνήθειές τους, συνεχίζουν επάξια στην ίδια παράδοση. Τι πιο λογικό, άρα, αυτό που άρχισε αισθητικά να τελειώσει ανάλογα, σε μια χώρα εξάλλου όπου η προϊούσα εξαθλίωση καλύπτεται κάτω από βομβαρδισμό τίτλων περί ακαταμάχητης κομψότητας.
Τίποτε, βέβαια, δεν
μπορεί να αναιρέσει το συμβάν που έχει
βάρος για τις πραγματικές ζωές, τα
πραγματικά κορμιά, οσοδήποτε καλαίσθητα
ή καλλωπισμένα, των ανθρώπων και
συλλογικοτήτων που η ναζιστική οργάνωση
είχε για στόχους της όλα αυτά τα χρόνια:
ο «κινηματικός» ναζισμός ξεριζώθηκε,
αφήνοντας σκόρπιες φράξιες και
καρικατούρες χωρίς καμία δυναμική στο
ξεδοντιασμένο κενό που χαίνει στη θέση
του. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, στοιχεία
του επιζούν και φουντώνουν στο οργανωμένο
Κράτος, συχνά στο πρόσωπο των ίδιων
ανθρώπων που εξαργύρωσαν το διακριτικό
ξέπλυμα των ναζί (άλλη μια αισθητική
διαδικασία) με βουλευτικές έδρες. Αν σε
αυτό το διπλό γεγονός δεν αποδοθεί το
βάρος που όντως κατέχει, με τη διαρκή
επαγρύπνηση που του αναλογεί, πέφτουμε
θύματα μιας άλλου τύπου αισθητικοποίησης:
της αυταρέσκειας που εξαντλείται στα
όρια των κειμένων. Το τείχος της μιζέριας
βρίσκεται πάντα μπροστά μας, με κάθε
μικρή νίκη ν’ ανοίγει μια χαραμάδα προς
το αχανές πεδίο της δυνατότητας.
Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθηνών
Οκτώβριος 2020
Στη φωτογραφία ένας πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου.