Από την αρχή κιόλας της εμφάνισής του, το σουρρεαλιστικό κίνημα επιχείρησε να δώσει σάρκα και οστά σε μια καθολική άρνηση αυτού του κόσμου. Σε αντίθεση με μια διαδεδομένη εκδοχή του ρομαντισμού, δεν πρόκρινε τη φυγή, την απόσυρση στα βάθη της υποκειμενικής ιδιαιτερότητας, τη φαντασιακή αναδρομή σε μια «χρυσή εποχή», το μύθο της βυθισμένης, κάτω από το ρου της ιστορίας, ύπαρξης. Σε αντίθεση, επίσης, με το Dada δεν αρκέστηκε στο έργο της ειρωνικής καταστροφής των κυρίαρχων αξιών, στο αίσθημα μιας ελευθερίας που εκδηλώνεται ως άναρθρη κραυγή, ως απεγνωσμένο ουρλιαχτό, ως χαρούμενη γροθιά πάνω στο τζάμι. Η καθολική άρνηση, στο σουρρεαλισμό, είναι αξεχώριστη από την προσπέλαση μιας άλλης ζωής, κι άρα από μια παράφορη κατάφαση σε ό,τι-δεν-έχει-γίνει-ακόμα, στο μέλλον της καθολικής χειραφέτησης. Αναζητώντας στο έδαφος της καθημερινής ζωής, μέσα στο λαβύρινθο της πραγματικής πόλης όπου εναλλάσσονται οι μέρες και οι νύχτες μας, γύρω από τα πρόσφορα στο σώμα αντικείμενα που μπορούμε τυχαία να συναντήσουμε στην επόμενη στροφή του δρόμου, ίχνη του Υπερπραγματικού, ενός τόπου στον οποίον τείνουν να αρθούν οι αντιθέσεις της αλλοτριωμένης μας υπόστασης, οι πρώτοι σουρρεαλιστές κι οι πρώτες σουρρεαλίστριες, ήδη από τη δεκαετία του ’20, αποκάλυπταν έναν ορίζοντα φιλόξενο για μιαν υπό ανάδυση υποκειμενικότητα που θα έχει σπάσει τις αλυσίδες της και θα έχει ανακτήσει την ευχέρειά της να αναπτύσσει τις δυνατότητές της σ’ έναν ξαναμαγευμένο κόσμο.
Η ριζική αμφισβήτηση της γλώσσας και των αναπαραστάσεων που αντιστοιχούν στην κοινωνική εμπειρία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, και προεξοφλούν συμβολικά τη διαιώνισή της ως μοναδικής δυνατής εμπειρίας, η εστίαση στο ασυνείδητο, δηλαδή στην αξία της απωθημένης επιθυμίας, η ανάδειξη του έρωτα ως δύναμης που έμπρακτα καταργεί τις κοινωνικές συμβάσεις, όλα αυτά σηματοδοτούσαν αρχικά μιαν «επανάσταση του πνεύματος», την οποία δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αν παραβλέψουμε τα ιστορικά της συμφραζόμενα, αν δεν την τοποθετήσουμε στις πραγματικές συνθήκες που την υποκίνησαν, στη φωτιά του πολέμου (του Πρώτου Μακελειού) και στον άνεμο της παγκόσμιας επανάστασης. Το σουρρεαλιστικό κίνημα γεννήθηκε στην επιφάνεια ενός κόσμου σπαραγμένου και δεν συμφιλιώθηκε ποτέ μαζί του, δεν αποδέχτηκε ποτέ την ειρήνη της κανονικότητάς του. Η καθολική του άρνηση ήταν προπάντων μια άρνηση υποταγής στον ειρηνευμένο φαινομενικά κόσμο, και είναι γι’ αυτό που δεν άργησε να επιφέρει την προσχώρηση στο ιστορικό εκείνο κίνημα που αποπειράθηκε να αλλάξει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, στον κομμουνισμό.
Η επιλογή να τεθεί ο σουρρεαλισμός στην υπηρεσία της επανάστασης, κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’20, ισοδυναμούσε με μιαν απόφαση ένταξης, όχι στον άλφα ή τον βήτα κομματικό μηχανισμό, αλλά σε μιαν εν εξελίξει διαδικασία. Η κοινωνική επανάσταση ήταν αφενός η συνθήκη προκειμένου η χειραφέτηση της υποκειμενικότητας να εμφανιστεί ως μια οικουμενικά διαθέσιμη, πραγματική δυνατότητα, αφού μόνο μετά από την ανατροπή των κυρίαρχων παραγωγικών σχέσεων τα ανθρώπινα όντα θα μπορούσαν να ξεφύγουν από το σιδερένιο κλουβί της αποδοτικότητας, της παραγωγής με σκοπό την παραγωγή υπεραξίας, κι αφετέρου αποτελούσε το θεμέλιο για την ανανοηματοδότηση της καθημερινής ζωής, εδώ και τώρα, αφού είναι ο επαναστατικός αγώνας που καθιστά ένα υποκείμενο συνειδητά ανήσυχο, αποδίδοντάς του την επίγνωση των αλυσίδων που το καθηλώνουν, καθώς και την επίκαιρη ευθύνη για την αποτίναξή τους.
Μέσω της πρόσκαιρης πολιτικής στράτευσης στα Κομμουνιστικά Κόμματα, το σουρρεαλιστικό κίνημα, αντί να καταντήσει όχημα για την προώθηση μιας πολιτικής στρατηγικής, άντλησε, ως απολογισμό, μιαν οξύτερη συνείδηση της ανάγκης να διασφαλίσει την αυτοτέλειά του. Αυτή η τελευταία, που ο Αντρέ Μπρετόν θεματοποίησε στο 2ο Μανιφέστο, με το κάλεσμα για «αποκρυφοποίηση του σουρρεαλισμού», συνίσταται στο ότι ο σουρρεαλισμός, ως αναζήτηση, στρέφεται προς ένα σημείο όπου συγκλίνουν δύο διαχωρισμένες, στον πολιτισμό μας, πρακτικές: η πολιτική δράση, η εμπλοκή στη δημόσια σφαίρα για τη διευθέτηση των κοινωνικών υποθέσεων με όρους καθολικού συμφέροντος, και η υποκειμενική δημιουργική έκφραση, η ανώφελη αποτύπωση της κίνησης της επιθυμίας, που δεν αποβλέπει παρά στην παράτασή της. Το σουρρεαλιστικό κίνημα δεν μπορούσε, χωρίς το κόστος της ακύρωσης των ίδιων των στοχεύσεών του, ούτε να ενσωματωθεί στη σφαίρα της «τέχνης», μετατρέποντας σε αισθητικές μορφές τις καταγεγραμμένες σε κείμενα και εικόνες εμπειρίες του, ούτε να γίνει θεραπαινίδα των πολιτικών οργανώσεων του εργατικού κινήματος, ακόμα κι εκείνων, όπως τα ΚΚ, που διεκδικούσαν την αίγλη των δυνάμει επαναστατικών κομμάτων. Πολλώ δε μάλλον, από τη στιγμή που στον διεθνή κομμουνισμό κυριάρχησε ο σταλινισμός, ως έκφραση της γραφειοκρατικής υποκατάστασης του προλεταριάτου. Η κριτική των σουρρεαλιστών/τριών στο σταλινισμό, μολονότι καθυστερημένη σε σχέση με αυτήν της Αριστερής Αντιπολίτευσης και των ελευθεριακών κομμουνιστών, δεν στηλίτευε μόνο την υιοθέτηση των κυρίαρχων αξιών από τη γραφειοκρατία, αλλά και την παγίωση του διαχωρισμού μεταξύ πολιτικής ευθύνης και ποιητικής, ονειρικής διαθεσιμότητας, συνέπεια ασφαλώς της επανεισαγωγής στο επαναστατικό εργατικό κίνημα της αντίθεσης μεταξύ διευθυντών και διευθυνόμενων.
Αργότερα, μια επίμονη προπαγάνδα διάφορων απολογητών ή συνοδοιπόρων του σταλινισμού, από τον Τζαρά μέχρι τον Σαρτρ, φιλοτέχνησε για τα μέλη του σουρρεαλιστικού κινήματος το προφίλ των παθητικών, εκ του ασφαλούς επικριτών της «κομματικής γραμμής», είτε των «ριψάσπιδων» που ιδιώτευαν εν καιρώ πολέμου, αντί να συμμετέχουν στην Αντίσταση (Τζαρά), είτε, με πιο φιλοσοφικές διατυπώσεις, των τυφλών οπαδών της απόλυτης αρνητικότητας που αδυνατούν να κατανοήσουν τη θετικότητα της πολιτικής του ΚΚ και τις αναγκαιότητες της ταξικής πάλης, και γι’ αυτό συναναστρέφονται με άλλους, εξίσου τυφλούς, αρνητές, όπως ο Τρότσκι (Σαρτρ). Πέρα, όμως, από το να υπενθυμίσουμε το παράδειγμα της σουρρεαλίστριας Claude Cahun, και της συντρόφου της Marcel Moore, που κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής αντιμετώπισαν για την αντιστασιακή τους δράση την καταδίκη σε θάνατο (μια ποινή που τελικά δεν εφαρμόστηκε), ή ακόμα να επικαλεστούμε το γεγονός ότι τον καιρό του πολέμου η σταλινική γραφειοκρατία, έχοντας συντρίψει κάθε αντιπολίτευση, μονοπωλούσε, στα αριστερά, τους κανόνες της πολιτικής εμπλοκής, οφείλουμε χωρίς περιστροφές να θέσουμε το ερώτημα: ποια στάση, σήμερα, μπορούμε να κρίνουμε ως πιο συνεπή στις απαιτήσεις του αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση, εκείνη της παρισινής σουρρεαλιστικής ομάδας που το 1935 καλούσε σε άμεση επαναστατική δράση, και προειδοποιούσε για το ρόλο που επρόκειτο να παίξει το Λαϊκό Μέτωπο, εξουθενώνοντας τις αγωνιστικές διαθέσεις του προλεταριάτου, ή εκείνη του Τζαρά, του Ελυάρ, του Αραγκόν, που εξύμνησαν την αστική πατρίδα, ακολουθώντας τα προστάγματα της, ξεκάθαρα αντεπαναστατικής πια, σοβιετικής εξουσίας; Εκείνη του Μπενζαμέν Περέ που στον ισπανικό εμφύλιο, εκεί όπου κρίθηκαν εν πολλοίς οι τύχες της Ευρώπης για τις επόμενες δεκαετίες, υπερασπίστηκε με το όπλο στο χέρι, από τις γραμμές της Ταξιαρχίας Ντουρρούτι, την επανάσταση ή εκείνη του Σαρτρ που δικαιολογούσε, από απόσταση ασφαλείας, την «εποικοδομητική» γραμμή ταξικής συνεργασίας ενός κόμματος γραφειοκρατικού και υπερεθνικιστικού; Παρά την αποτελεσματικότητα του σταλινισμού στην παραγωγή και τη διάδοση ψεμάτων, το σουρρεαλιστικό κίνημα διατήρησε και μεταπολεμικά την πολιτική του διάσταση, όπως φανερώνει τόσο η τακτική αρθρογραφία του Μπρετόν και του Περέ στην εφημερίδα Libertaire της Αναρχικής Ομοσπονδίας την περίοδο 1947-1953, όσο και οι αλλεπάλληλες δημόσιες συλλογικές παρεμβάσεις του, με σημαντικότερα ίσως παραδείγματα την διακήρυξη του 1956 προς υπεράσπιση της αντιγραφειοκρατικής εξέγερσης στην Ουγγαρία, και το «Μανιφέστο των 121» του 1960 ενάντια στην γαλλική ιμπεριαλιστική κυριαρχία στην Αλγερία. Το τίμημα γι’ αυτήν την προσήλωση στην επαναστατική προοπτική, σε συνάφεια με την αυτονομία του σουρρεαλισμού έναντι της πολιτισμικής βιομηχανίας, ήταν η απαξίωση και η στρεβλή παρουσίασή του από την κατεστημένη λογοτεχνική και εικαστική κριτική ως μια «πρωτοπορία» που δεν έχει πια σπουδαία έργα να προσφέρει στο φιλότεχνο κοινό, που έχει παραμείνει προσκολλημένη σε εξωπραγματικές ιδιορρυθμίες, που έχει υποτίθεται πεθάνει.
Καταδικασμένο, τα χρόνια που ακολούθησαν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, να μένει στο περιθώριο των εξελίξεων, και ιδίως στην περίπτωση της ομάδας της Πράγας, εξωθημένο για δεκαετίες, λόγω της σταλινικής καταστολής, στην πιο σκληρή απομόνωση, το σουρρεαλιστικό κίνημα δεν έπαψε ποτέ να αποβλέπει στην κατάκτηση και τη χαρτογράφηση της επικράτειας του Υπερπραγματικού. Η «αποκρυφοποίησή» του δεν σήμαινε υποστολή, αλλά μυστική (με το νόημα που η συγκεκριμένη λέξη είχε στις μυστικιστικές εξισωτικές σέκτες της Αναγέννησης) προετοιμασία και αναμονή των νέων κοινωνικών αναταραχών. Κι αυτό εξηγεί γιατί δεν διακόπηκε η επαφή με τις μόνες εκδοχές του κομμουνισμού που έδιναν έμφαση στην υποκειμενική ελευθερία, τον τροτσκισμό και τον αναρχισμό. Το ’68, όταν στην Πράγα και το Παρίσι τέθηκε ξανά στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης, ενάντια στο κεφάλαιο και τη γραφειοκρατία, οι σουρρεαλιστές και οι σουρρεαλίστριες βρέθηκαν στο δρόμο, με-ταφράζοντας την ανάσα του επίκαιρου πολιτικού αγώνα σε ποιητική πνοή. Όπως θα τονίσει εξάλλου ένα κείμενο της παρισινής ομάδας, που κυκλοφόρησε στις 8 Ιούνη της ίδιας χρονιάς, εκείνο το Μάη ο ρεαλισμός, η προσαρμογή στα «έτσι είναι» αυτού του κόσμου, «καταδικάστηκε σε θάνατο: σκοπός της επανάστασης, ανέπαφη καθώς είναι σήμερα στην πραγματικότητά της, είναι να τον στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα».
Σήμερα, μετά την κατάρρευση του σταλινισμού, κι ενώ ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει κατορθώσει να υπαγάγει το σύνολο σχεδόν της ζωής στην κανονικότητά του, η σχέση του σουρρεαλισμού με την επαναστατική πολιτική αποβαίνει ιδιαίτερα κρίσιμη. Η απογοητευτική απόληξη του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος, αντί να δικαιολογεί την πεποίθηση ότι είναι αδύνατο να τελεσφορήσει ένας κοινωνικός μετασχηματισμός, χωρίς να επαναληφθεί η τραγωδία της γραφειοκρατικής υποκατάστασης, καθιστά επείγουσα την ενίσχυση πολιτικών πρακτικών που, σε αντιδιαστολή με αυτές που επικράτησαν κατά το παρελθόν, καταδεικνύουν την πραγματική δυνατότητα μιας άλλης οργάνωσης της κοινωνίας, μιας άλλης σχέσης της πολιτικής με την κοινωνία, μιας άλλης εμπειρίας της καθημερινής ζωής, μιας άλλης συνάρθρωσης πολιτισμού και φύσης. Περισσότερο ίσως από ποτέ, χρειάζεται να χαραχθεί ένας δρόμος εξόδου όπου η πολιτική δράση θα διαπλέκεται με την υποκειμενική δημιουργική έκφραση, με την έκφραση η οποία δημιουργεί πεδία όπου, έστω και φευγαλέα, αναδυόμαστε πράγματι ως υποκείμενα.
Το ερευνητικό εγχείρημα του σουρρεαλισμού επικεντρώνεται στη διαλεκτική ανησυχία που ενυπάρχει ανεπίγνωστα στην ίδια την υποκειμενικότητα, στο μέτρο που αυτή χαρακτηρίζεται από έναν υπαρξιακό διχασμό: για να επιτελεστεί η πραγματική υπαγωγή της εργασίας του ανθρώπινου όντος στο κεφάλαιο πρέπει πρώτα να υποταχθεί το σώμα του στους ρυθμούς της εμπορευματικής παραγωγής και ταυτόχρονα να απελευθερωθεί η δημιουργικότητά του. Αποδίδοντας πολιτική σημασία στο βίωμα του διχασμού, μπορούμε να εκθέσουμε την υποκειμενικότητα ως μια εμπόλεμη οντότητα, ενεργητική ως προς την διαμόρφωση των αντικειμενικών όρων και των σχέσεων εξουσίας στις οποίες υποβάλλεται. Αποσταθεροποιώντας, επίσης, τη γλώσσα και τις αναπαραστάσεις μέσω των οποίων συνηθίζουμε να εντοπίζουμε τη θέση μας μέσα στον κόσμο, μπορούμε να συλλάβουμε τον εαυτό μας ως σώμα που δυνάμει διαρρηγνύει τα όρια της ταυτότητάς του, και εντάσσεται στη ρέουσα ολότητα της φύσης χωρίς τον καταναγκασμό της κυριαρχίας, αλλά με τη μαγεία της συνάντησης. Οξύνοντας, τέλος, μέσα από συλλογικά παιχνίδια, όπου ασκείται η αναλογική σκέψη, την αντίθεση ανάμεσα στον ελεύθερα αξιοποιούμενο χρόνο της παιγνιώδους ερευνητικής τριβής και τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, μπορούμε να διανοίξουμε ρωγμές στην αντικειμενική πραγματικότητα της αλλοτρίωσης, βιώνοντας την εργασία ως μια δρα-στηριότητα του κοινωνικοποιημένου ανθρώπινου όντος, που ευνοεί την διϋποκειμενική επικοινωνία και τον πορισμό μιας χαρούμενης γνώσης. Οπωσδήποτε κάθε μορφή πολιτική δράσης καθορίζεται από τους ρυθμούς που η κυρίαρχη κοινωνική τάξη επιβάλλει: μια πορεία, μια απεργία, μια κατάληψη δεν είναι παιχνίδια, ούτε μπορούν να αφεθούν σε πειραματισμούς επί του τυχαίου. Είναι, όμως, απαραίτητο, αν πρόκειται να επινοήσουμε ξανά έναν ορίζοντα καθολικής ελευθερίας, να δρομολογήσουμε μορφές πολιτικής δράσης που να επενδύονται με την επαναστατική ενέργεια της υποκειμενικότητας, που να είναι αρκετά γιορτινές και συλλογικά, αντιϊεραρχικά οργανωμένες, ώστε να μην χαλιναγωγούν τη ροπή της προς την ανταρσία και να μην αποσείουν την ευθύνη της στην εκπλήρωση των υποσχέσεων που αναλαμβάνονται ελεύθερα κατά την κοινή δράση.
Το στοίχημα που μας αναλογεί, αυτό μας δείχνει η περιπέτεια του σουρρεαλισμού, δεν είναι να γίνουμε επιδέξιοι καλλιτέχνες, ούτε ικανοί πολιτικοί. Είναι να γίνουμε ποιητές της ζωής μας, αποκτώντας εμπειρίες αυτενέργειας, αυτοοργάνωσης, και αυτοδιαχείρισης των κοινωνικών υποθέσεων, και συνδέοντας αυτές τις εμπειρίες με την, απαλλαγμένη από κάθε ηθική, αισθητική, και πολιτική προκατάληψη, έκφραση της υποκειμενικής διαθεσιμότητας προς τον Άλλον. Παραμένοντας κάτω από έναν τέτοιο αστερισμό, της ποίησης, του έρωτα, και της επανάστασης, το σουρρεαλιστικό κίνημα, μέσα από τις συλλογικότητες που σήμερα το συγκροτούν διεθνώς, εξακολουθεί να βρίσκεται στην ίδια όχθη με όσες και όσους κρατούν το νήμα της κοινωνικής αντίστασης και της πάλης για την ελευθερία. Το 1994 τα μέλη της παρισινής ομάδας χαιρέτισαν αμέσως το πνεύμα ανυπακοής στο κράτος που παρακίνησε τις ιθαγενικές κοινότητες της Τσιάπας να εξεγερθούν. Το 1999 το Σουρρεαλιστικό Κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν στο Σιάτλ για να τονίσει ότι «ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ως γραφειοκρατική ενσάρκωση της πατριαρχίας, του κεφαλαίου, του κρατισμού, της λευκής ανωτερότητας, της γενοκτονίας, και της οικοκτονίας – εν ολίγοις της παγκοσμιοποίησης κάθε μορφής δυστυχίας και μιζεραμπιλισμού – αποτελεί ένα πραγματικό έμβλημα κάθε σημερινής αχρειότητας». Το 2004 μια διεθνής σουρρεαλίστική διακήρυξη, με αφορμή την «αυτοκρατορική στέψη του Μπους», επιστέγασε την αντίθεση στην ιμπεριαλιστική κατοχή επαναλαμβάνοντας το παλιό εκείνο κάλεσμα των πρώτων σουρρεαλιστών/τριών για «ε-λευθερία τώρα, ενάντια στους δεσμοφύλακες και την αστυνομία παντού! Ανοίξτε τις φυλακές! Διαλύστε το στρατό!».
Ο σουρρεαλισμός ήταν το πρώτο κίνημα που επιδίωξε να προσδώσει αισθητή μορφή στο πρόταγμα για τον απόλυτο μετασχηματισμό του σημερινού κόσμου, μέσα από την συνειδητή προετοιμασία μιας αποδιοργάνωσης των αισθήσεων. Κι ο χρόνος που του ταιριάζει είναι αυτός του μέλλοντος σε εκκρεμότητα. Ακολουθώντας τις καμπές, τις ανόδους και τις καθόδους των κυμάτων της παγκόσμιας επανάστασης, ο σουρρεαλισμός ήταν και είναι αυτό που θα είναι, γιατί μεταστοιχειώνει την ελπίδα του κομμουνισμού, τη συγκεκριμένη ουτοπία μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις και κράτη, σε υποκειμενική ποίηση, και αντίστροφα, την έφεση των ανθρώπινων όντων να ονειρεύονται, βουτηγμένα μέσα σε αυτόν τον εχθρικό για κάθε ερωτικά παλλόμενη καρδιά κόσμο, σε ικανότητα να δοκιμάζουμε ν’ αλλάζουμε τον κόσμο από τώρα, ανακαλύπτοντας στους κυματισμούς της φαντασίας τις απωθημένες ή μη ακόμα διαθέσιμες δυνάμεις μας.
Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας, Μάης 08
Η ριζική αμφισβήτηση της γλώσσας και των αναπαραστάσεων που αντιστοιχούν στην κοινωνική εμπειρία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, και προεξοφλούν συμβολικά τη διαιώνισή της ως μοναδικής δυνατής εμπειρίας, η εστίαση στο ασυνείδητο, δηλαδή στην αξία της απωθημένης επιθυμίας, η ανάδειξη του έρωτα ως δύναμης που έμπρακτα καταργεί τις κοινωνικές συμβάσεις, όλα αυτά σηματοδοτούσαν αρχικά μιαν «επανάσταση του πνεύματος», την οποία δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αν παραβλέψουμε τα ιστορικά της συμφραζόμενα, αν δεν την τοποθετήσουμε στις πραγματικές συνθήκες που την υποκίνησαν, στη φωτιά του πολέμου (του Πρώτου Μακελειού) και στον άνεμο της παγκόσμιας επανάστασης. Το σουρρεαλιστικό κίνημα γεννήθηκε στην επιφάνεια ενός κόσμου σπαραγμένου και δεν συμφιλιώθηκε ποτέ μαζί του, δεν αποδέχτηκε ποτέ την ειρήνη της κανονικότητάς του. Η καθολική του άρνηση ήταν προπάντων μια άρνηση υποταγής στον ειρηνευμένο φαινομενικά κόσμο, και είναι γι’ αυτό που δεν άργησε να επιφέρει την προσχώρηση στο ιστορικό εκείνο κίνημα που αποπειράθηκε να αλλάξει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, στον κομμουνισμό.
Η επιλογή να τεθεί ο σουρρεαλισμός στην υπηρεσία της επανάστασης, κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’20, ισοδυναμούσε με μιαν απόφαση ένταξης, όχι στον άλφα ή τον βήτα κομματικό μηχανισμό, αλλά σε μιαν εν εξελίξει διαδικασία. Η κοινωνική επανάσταση ήταν αφενός η συνθήκη προκειμένου η χειραφέτηση της υποκειμενικότητας να εμφανιστεί ως μια οικουμενικά διαθέσιμη, πραγματική δυνατότητα, αφού μόνο μετά από την ανατροπή των κυρίαρχων παραγωγικών σχέσεων τα ανθρώπινα όντα θα μπορούσαν να ξεφύγουν από το σιδερένιο κλουβί της αποδοτικότητας, της παραγωγής με σκοπό την παραγωγή υπεραξίας, κι αφετέρου αποτελούσε το θεμέλιο για την ανανοηματοδότηση της καθημερινής ζωής, εδώ και τώρα, αφού είναι ο επαναστατικός αγώνας που καθιστά ένα υποκείμενο συνειδητά ανήσυχο, αποδίδοντάς του την επίγνωση των αλυσίδων που το καθηλώνουν, καθώς και την επίκαιρη ευθύνη για την αποτίναξή τους.
Μέσω της πρόσκαιρης πολιτικής στράτευσης στα Κομμουνιστικά Κόμματα, το σουρρεαλιστικό κίνημα, αντί να καταντήσει όχημα για την προώθηση μιας πολιτικής στρατηγικής, άντλησε, ως απολογισμό, μιαν οξύτερη συνείδηση της ανάγκης να διασφαλίσει την αυτοτέλειά του. Αυτή η τελευταία, που ο Αντρέ Μπρετόν θεματοποίησε στο 2ο Μανιφέστο, με το κάλεσμα για «αποκρυφοποίηση του σουρρεαλισμού», συνίσταται στο ότι ο σουρρεαλισμός, ως αναζήτηση, στρέφεται προς ένα σημείο όπου συγκλίνουν δύο διαχωρισμένες, στον πολιτισμό μας, πρακτικές: η πολιτική δράση, η εμπλοκή στη δημόσια σφαίρα για τη διευθέτηση των κοινωνικών υποθέσεων με όρους καθολικού συμφέροντος, και η υποκειμενική δημιουργική έκφραση, η ανώφελη αποτύπωση της κίνησης της επιθυμίας, που δεν αποβλέπει παρά στην παράτασή της. Το σουρρεαλιστικό κίνημα δεν μπορούσε, χωρίς το κόστος της ακύρωσης των ίδιων των στοχεύσεών του, ούτε να ενσωματωθεί στη σφαίρα της «τέχνης», μετατρέποντας σε αισθητικές μορφές τις καταγεγραμμένες σε κείμενα και εικόνες εμπειρίες του, ούτε να γίνει θεραπαινίδα των πολιτικών οργανώσεων του εργατικού κινήματος, ακόμα κι εκείνων, όπως τα ΚΚ, που διεκδικούσαν την αίγλη των δυνάμει επαναστατικών κομμάτων. Πολλώ δε μάλλον, από τη στιγμή που στον διεθνή κομμουνισμό κυριάρχησε ο σταλινισμός, ως έκφραση της γραφειοκρατικής υποκατάστασης του προλεταριάτου. Η κριτική των σουρρεαλιστών/τριών στο σταλινισμό, μολονότι καθυστερημένη σε σχέση με αυτήν της Αριστερής Αντιπολίτευσης και των ελευθεριακών κομμουνιστών, δεν στηλίτευε μόνο την υιοθέτηση των κυρίαρχων αξιών από τη γραφειοκρατία, αλλά και την παγίωση του διαχωρισμού μεταξύ πολιτικής ευθύνης και ποιητικής, ονειρικής διαθεσιμότητας, συνέπεια ασφαλώς της επανεισαγωγής στο επαναστατικό εργατικό κίνημα της αντίθεσης μεταξύ διευθυντών και διευθυνόμενων.
Αργότερα, μια επίμονη προπαγάνδα διάφορων απολογητών ή συνοδοιπόρων του σταλινισμού, από τον Τζαρά μέχρι τον Σαρτρ, φιλοτέχνησε για τα μέλη του σουρρεαλιστικού κινήματος το προφίλ των παθητικών, εκ του ασφαλούς επικριτών της «κομματικής γραμμής», είτε των «ριψάσπιδων» που ιδιώτευαν εν καιρώ πολέμου, αντί να συμμετέχουν στην Αντίσταση (Τζαρά), είτε, με πιο φιλοσοφικές διατυπώσεις, των τυφλών οπαδών της απόλυτης αρνητικότητας που αδυνατούν να κατανοήσουν τη θετικότητα της πολιτικής του ΚΚ και τις αναγκαιότητες της ταξικής πάλης, και γι’ αυτό συναναστρέφονται με άλλους, εξίσου τυφλούς, αρνητές, όπως ο Τρότσκι (Σαρτρ). Πέρα, όμως, από το να υπενθυμίσουμε το παράδειγμα της σουρρεαλίστριας Claude Cahun, και της συντρόφου της Marcel Moore, που κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής αντιμετώπισαν για την αντιστασιακή τους δράση την καταδίκη σε θάνατο (μια ποινή που τελικά δεν εφαρμόστηκε), ή ακόμα να επικαλεστούμε το γεγονός ότι τον καιρό του πολέμου η σταλινική γραφειοκρατία, έχοντας συντρίψει κάθε αντιπολίτευση, μονοπωλούσε, στα αριστερά, τους κανόνες της πολιτικής εμπλοκής, οφείλουμε χωρίς περιστροφές να θέσουμε το ερώτημα: ποια στάση, σήμερα, μπορούμε να κρίνουμε ως πιο συνεπή στις απαιτήσεις του αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση, εκείνη της παρισινής σουρρεαλιστικής ομάδας που το 1935 καλούσε σε άμεση επαναστατική δράση, και προειδοποιούσε για το ρόλο που επρόκειτο να παίξει το Λαϊκό Μέτωπο, εξουθενώνοντας τις αγωνιστικές διαθέσεις του προλεταριάτου, ή εκείνη του Τζαρά, του Ελυάρ, του Αραγκόν, που εξύμνησαν την αστική πατρίδα, ακολουθώντας τα προστάγματα της, ξεκάθαρα αντεπαναστατικής πια, σοβιετικής εξουσίας; Εκείνη του Μπενζαμέν Περέ που στον ισπανικό εμφύλιο, εκεί όπου κρίθηκαν εν πολλοίς οι τύχες της Ευρώπης για τις επόμενες δεκαετίες, υπερασπίστηκε με το όπλο στο χέρι, από τις γραμμές της Ταξιαρχίας Ντουρρούτι, την επανάσταση ή εκείνη του Σαρτρ που δικαιολογούσε, από απόσταση ασφαλείας, την «εποικοδομητική» γραμμή ταξικής συνεργασίας ενός κόμματος γραφειοκρατικού και υπερεθνικιστικού; Παρά την αποτελεσματικότητα του σταλινισμού στην παραγωγή και τη διάδοση ψεμάτων, το σουρρεαλιστικό κίνημα διατήρησε και μεταπολεμικά την πολιτική του διάσταση, όπως φανερώνει τόσο η τακτική αρθρογραφία του Μπρετόν και του Περέ στην εφημερίδα Libertaire της Αναρχικής Ομοσπονδίας την περίοδο 1947-1953, όσο και οι αλλεπάλληλες δημόσιες συλλογικές παρεμβάσεις του, με σημαντικότερα ίσως παραδείγματα την διακήρυξη του 1956 προς υπεράσπιση της αντιγραφειοκρατικής εξέγερσης στην Ουγγαρία, και το «Μανιφέστο των 121» του 1960 ενάντια στην γαλλική ιμπεριαλιστική κυριαρχία στην Αλγερία. Το τίμημα γι’ αυτήν την προσήλωση στην επαναστατική προοπτική, σε συνάφεια με την αυτονομία του σουρρεαλισμού έναντι της πολιτισμικής βιομηχανίας, ήταν η απαξίωση και η στρεβλή παρουσίασή του από την κατεστημένη λογοτεχνική και εικαστική κριτική ως μια «πρωτοπορία» που δεν έχει πια σπουδαία έργα να προσφέρει στο φιλότεχνο κοινό, που έχει παραμείνει προσκολλημένη σε εξωπραγματικές ιδιορρυθμίες, που έχει υποτίθεται πεθάνει.
Καταδικασμένο, τα χρόνια που ακολούθησαν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, να μένει στο περιθώριο των εξελίξεων, και ιδίως στην περίπτωση της ομάδας της Πράγας, εξωθημένο για δεκαετίες, λόγω της σταλινικής καταστολής, στην πιο σκληρή απομόνωση, το σουρρεαλιστικό κίνημα δεν έπαψε ποτέ να αποβλέπει στην κατάκτηση και τη χαρτογράφηση της επικράτειας του Υπερπραγματικού. Η «αποκρυφοποίησή» του δεν σήμαινε υποστολή, αλλά μυστική (με το νόημα που η συγκεκριμένη λέξη είχε στις μυστικιστικές εξισωτικές σέκτες της Αναγέννησης) προετοιμασία και αναμονή των νέων κοινωνικών αναταραχών. Κι αυτό εξηγεί γιατί δεν διακόπηκε η επαφή με τις μόνες εκδοχές του κομμουνισμού που έδιναν έμφαση στην υποκειμενική ελευθερία, τον τροτσκισμό και τον αναρχισμό. Το ’68, όταν στην Πράγα και το Παρίσι τέθηκε ξανά στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης, ενάντια στο κεφάλαιο και τη γραφειοκρατία, οι σουρρεαλιστές και οι σουρρεαλίστριες βρέθηκαν στο δρόμο, με-ταφράζοντας την ανάσα του επίκαιρου πολιτικού αγώνα σε ποιητική πνοή. Όπως θα τονίσει εξάλλου ένα κείμενο της παρισινής ομάδας, που κυκλοφόρησε στις 8 Ιούνη της ίδιας χρονιάς, εκείνο το Μάη ο ρεαλισμός, η προσαρμογή στα «έτσι είναι» αυτού του κόσμου, «καταδικάστηκε σε θάνατο: σκοπός της επανάστασης, ανέπαφη καθώς είναι σήμερα στην πραγματικότητά της, είναι να τον στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα».
Σήμερα, μετά την κατάρρευση του σταλινισμού, κι ενώ ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει κατορθώσει να υπαγάγει το σύνολο σχεδόν της ζωής στην κανονικότητά του, η σχέση του σουρρεαλισμού με την επαναστατική πολιτική αποβαίνει ιδιαίτερα κρίσιμη. Η απογοητευτική απόληξη του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος, αντί να δικαιολογεί την πεποίθηση ότι είναι αδύνατο να τελεσφορήσει ένας κοινωνικός μετασχηματισμός, χωρίς να επαναληφθεί η τραγωδία της γραφειοκρατικής υποκατάστασης, καθιστά επείγουσα την ενίσχυση πολιτικών πρακτικών που, σε αντιδιαστολή με αυτές που επικράτησαν κατά το παρελθόν, καταδεικνύουν την πραγματική δυνατότητα μιας άλλης οργάνωσης της κοινωνίας, μιας άλλης σχέσης της πολιτικής με την κοινωνία, μιας άλλης εμπειρίας της καθημερινής ζωής, μιας άλλης συνάρθρωσης πολιτισμού και φύσης. Περισσότερο ίσως από ποτέ, χρειάζεται να χαραχθεί ένας δρόμος εξόδου όπου η πολιτική δράση θα διαπλέκεται με την υποκειμενική δημιουργική έκφραση, με την έκφραση η οποία δημιουργεί πεδία όπου, έστω και φευγαλέα, αναδυόμαστε πράγματι ως υποκείμενα.
Το ερευνητικό εγχείρημα του σουρρεαλισμού επικεντρώνεται στη διαλεκτική ανησυχία που ενυπάρχει ανεπίγνωστα στην ίδια την υποκειμενικότητα, στο μέτρο που αυτή χαρακτηρίζεται από έναν υπαρξιακό διχασμό: για να επιτελεστεί η πραγματική υπαγωγή της εργασίας του ανθρώπινου όντος στο κεφάλαιο πρέπει πρώτα να υποταχθεί το σώμα του στους ρυθμούς της εμπορευματικής παραγωγής και ταυτόχρονα να απελευθερωθεί η δημιουργικότητά του. Αποδίδοντας πολιτική σημασία στο βίωμα του διχασμού, μπορούμε να εκθέσουμε την υποκειμενικότητα ως μια εμπόλεμη οντότητα, ενεργητική ως προς την διαμόρφωση των αντικειμενικών όρων και των σχέσεων εξουσίας στις οποίες υποβάλλεται. Αποσταθεροποιώντας, επίσης, τη γλώσσα και τις αναπαραστάσεις μέσω των οποίων συνηθίζουμε να εντοπίζουμε τη θέση μας μέσα στον κόσμο, μπορούμε να συλλάβουμε τον εαυτό μας ως σώμα που δυνάμει διαρρηγνύει τα όρια της ταυτότητάς του, και εντάσσεται στη ρέουσα ολότητα της φύσης χωρίς τον καταναγκασμό της κυριαρχίας, αλλά με τη μαγεία της συνάντησης. Οξύνοντας, τέλος, μέσα από συλλογικά παιχνίδια, όπου ασκείται η αναλογική σκέψη, την αντίθεση ανάμεσα στον ελεύθερα αξιοποιούμενο χρόνο της παιγνιώδους ερευνητικής τριβής και τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, μπορούμε να διανοίξουμε ρωγμές στην αντικειμενική πραγματικότητα της αλλοτρίωσης, βιώνοντας την εργασία ως μια δρα-στηριότητα του κοινωνικοποιημένου ανθρώπινου όντος, που ευνοεί την διϋποκειμενική επικοινωνία και τον πορισμό μιας χαρούμενης γνώσης. Οπωσδήποτε κάθε μορφή πολιτική δράσης καθορίζεται από τους ρυθμούς που η κυρίαρχη κοινωνική τάξη επιβάλλει: μια πορεία, μια απεργία, μια κατάληψη δεν είναι παιχνίδια, ούτε μπορούν να αφεθούν σε πειραματισμούς επί του τυχαίου. Είναι, όμως, απαραίτητο, αν πρόκειται να επινοήσουμε ξανά έναν ορίζοντα καθολικής ελευθερίας, να δρομολογήσουμε μορφές πολιτικής δράσης που να επενδύονται με την επαναστατική ενέργεια της υποκειμενικότητας, που να είναι αρκετά γιορτινές και συλλογικά, αντιϊεραρχικά οργανωμένες, ώστε να μην χαλιναγωγούν τη ροπή της προς την ανταρσία και να μην αποσείουν την ευθύνη της στην εκπλήρωση των υποσχέσεων που αναλαμβάνονται ελεύθερα κατά την κοινή δράση.
Το στοίχημα που μας αναλογεί, αυτό μας δείχνει η περιπέτεια του σουρρεαλισμού, δεν είναι να γίνουμε επιδέξιοι καλλιτέχνες, ούτε ικανοί πολιτικοί. Είναι να γίνουμε ποιητές της ζωής μας, αποκτώντας εμπειρίες αυτενέργειας, αυτοοργάνωσης, και αυτοδιαχείρισης των κοινωνικών υποθέσεων, και συνδέοντας αυτές τις εμπειρίες με την, απαλλαγμένη από κάθε ηθική, αισθητική, και πολιτική προκατάληψη, έκφραση της υποκειμενικής διαθεσιμότητας προς τον Άλλον. Παραμένοντας κάτω από έναν τέτοιο αστερισμό, της ποίησης, του έρωτα, και της επανάστασης, το σουρρεαλιστικό κίνημα, μέσα από τις συλλογικότητες που σήμερα το συγκροτούν διεθνώς, εξακολουθεί να βρίσκεται στην ίδια όχθη με όσες και όσους κρατούν το νήμα της κοινωνικής αντίστασης και της πάλης για την ελευθερία. Το 1994 τα μέλη της παρισινής ομάδας χαιρέτισαν αμέσως το πνεύμα ανυπακοής στο κράτος που παρακίνησε τις ιθαγενικές κοινότητες της Τσιάπας να εξεγερθούν. Το 1999 το Σουρρεαλιστικό Κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν στο Σιάτλ για να τονίσει ότι «ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ως γραφειοκρατική ενσάρκωση της πατριαρχίας, του κεφαλαίου, του κρατισμού, της λευκής ανωτερότητας, της γενοκτονίας, και της οικοκτονίας – εν ολίγοις της παγκοσμιοποίησης κάθε μορφής δυστυχίας και μιζεραμπιλισμού – αποτελεί ένα πραγματικό έμβλημα κάθε σημερινής αχρειότητας». Το 2004 μια διεθνής σουρρεαλίστική διακήρυξη, με αφορμή την «αυτοκρατορική στέψη του Μπους», επιστέγασε την αντίθεση στην ιμπεριαλιστική κατοχή επαναλαμβάνοντας το παλιό εκείνο κάλεσμα των πρώτων σουρρεαλιστών/τριών για «ε-λευθερία τώρα, ενάντια στους δεσμοφύλακες και την αστυνομία παντού! Ανοίξτε τις φυλακές! Διαλύστε το στρατό!».
Ο σουρρεαλισμός ήταν το πρώτο κίνημα που επιδίωξε να προσδώσει αισθητή μορφή στο πρόταγμα για τον απόλυτο μετασχηματισμό του σημερινού κόσμου, μέσα από την συνειδητή προετοιμασία μιας αποδιοργάνωσης των αισθήσεων. Κι ο χρόνος που του ταιριάζει είναι αυτός του μέλλοντος σε εκκρεμότητα. Ακολουθώντας τις καμπές, τις ανόδους και τις καθόδους των κυμάτων της παγκόσμιας επανάστασης, ο σουρρεαλισμός ήταν και είναι αυτό που θα είναι, γιατί μεταστοιχειώνει την ελπίδα του κομμουνισμού, τη συγκεκριμένη ουτοπία μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις και κράτη, σε υποκειμενική ποίηση, και αντίστροφα, την έφεση των ανθρώπινων όντων να ονειρεύονται, βουτηγμένα μέσα σε αυτόν τον εχθρικό για κάθε ερωτικά παλλόμενη καρδιά κόσμο, σε ικανότητα να δοκιμάζουμε ν’ αλλάζουμε τον κόσμο από τώρα, ανακαλύπτοντας στους κυματισμούς της φαντασίας τις απωθημένες ή μη ακόμα διαθέσιμες δυνάμεις μας.
Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας, Μάης 08
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου