Η Καταισχύνη των Ποιητών
του Benjamin Peret
|
Cahors
1951, Andre Breton, Bejamin Peret
|
Ο Benjamin Peret (1899-1959) από το 1922 μέχρι και τον
θάνατό του παρέμεινε ένας αμετανόητος πρόμαχος της σουρρεαλιστικής περιπέτειας,
αλλά και (ήδη από το 1927) του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση,
διατηρώντας πάντοτε δεσμούς με τον επαναστατικό σοσιαλισμό, για μια περίοδο
(1936-1948) και ως μέλος της Αριστερής Αντιπολίτευσης και της 4ης Διεθνούς. Το
κείμενο που αναδημοσιεύουμε παρακάτω αποτελεί μια εξαιρετικά διεισδυτική
πολεμική για εκείνους που διαπραγματεύονται τις λογοτεχνικές τους «αρετές» στην
αγορά των κυρίαρχων αξιών, αυτών των απατηλών ήλιων που κατασιγάζουν το
αγριεμένο μάτι μέσα στον ορίζοντα της καταπίεσης. Για τον Peret, και γι' αυτό
παρέμεινε ως το τέλος ανυπότακτος, το αφετηριακό αίτημα δεν έπαψε ποτέ να είναι
η επαναστατικοποίηση της υποκειμενικότητας, μέσα από την ποίηση που κατακτά την
αυτοτέλειά της ακριβώς γιατί εναντιώνεται στην ανελεύθερη πραγματικότητα, ή, παρεμβάλλοντας
κάποιες αποστροφές του Herbert Marcuse, ακριβώς γιατί «μιλά την γλώσσα μιας
ριζικά διαφορετικής εμπειρίας» και «επικαλείται εικόνες και ανάγκες
απελευθέρωσης, που φθάνουν ως τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης», αρθρώνοντας «την
εμπειρία όχι μόνο μιας επί μέρους τάξης, αλλά όλων των καταπιεσμένων».
Ο Μανόλης Λαμπρίδης μετέφρασε αυτό το κείμενο και
το δημοσίευσε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Κριτική» (7/8) το 1960, για να
ανατυπωθεί αργότερα στο «Πεζοδρόμιο» (12) από την «Διεθνή Βιβλιοθήκη». Είναι
ίσως περιττό να τονίσουμε την σημασία της πολεμικής του Peret σε μια κοινωνία,
όπως η ελληνική, της οποίας η πολιτισμική παραγωγή έχει εμποτιστεί βαθιά από το
έργο των «ποιητών του Αιγαίου» και των υμνωδών του σταλινισμού, τη στιγμή
μάλιστα που ο σουρρεαλισμός δεν έπαψε ποτέ να εκλαμβάνεται ως ένα ακόμα «στυλ»
ανάμεσα στα άλλα, ακίνδυνο, αποσπασμένο από οποιαδήποτε συλλογική
δραστηριότητα, και κυρίως στερημένο από τον ίδιο τον «ένθετο διαλεκτικό πυρήνα»
(W.Benjamin) της συνειδητά εξασκούμενης ονειρικής παραφοράς. Με αυτήν την
έννοια, οφείλουμε κάτι παραπάνω από την δυνατότητα μιας απολαυστικής ανάγνωσης
στον Μανόλη Λαμπρίδη που, κόντρα στο ρεύμα της τρέχουσας φιλολογίας, μετέφρασε
την «Καταισχύνη των Ποιητών», στην γλώσσα που τόσο συχνά στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε
για να εξαρθεί ο ελληνικός θεός και η ελληνική πατρίδα, οι εγχώριες, δηλαδή,
φαντασμαγορικές επισφραγίσεις της νίκης των εχθρών της ποίησης.
Β.Ι.
Αν αναζητήσει κανείς την πρωταρχική σημασία της ποίησης
που σήμερα είναι κρυμμένη κάτω από χίλια δυο γυαλιστερά ψευτοστολίδια της
κοινωνίας θα διαπιστώσει ότι είναι η αληθινή πνοή του ανθρώπου, η πηγή κάθε
γνώσης, και αυτή η ίδια η γνώση με την πιο άσπιλη όψη της. Σ' αυτήν
συμπυκνώνεται όλη η πνευματική ζωή της ανθρωπότητας από τότε που άρχισε να
παίρνει συνείδηση για τη φύση της.
Μέσα σ' αυτήν σπαρταρούν τώρα οι υψηλότερες δημιουργίες
της και, γη ανεξάντλητα γόνιμη, φυλάει μέσα της παντοτεινά τους ακατέργαστους
κρυστάλλους και τη συγκομιδή του Αύριο. Θεότητα προστατευτική με χίλια πρόσωπα,
την ονομάζουν εδώ αγάπη, εκεί ελευθερία, αλλού επιστήμη. Παραμένει παντοδύναμη,
κοχλάζει μέσα στο παραμύθι του Εσκιμώου, ξεσπάει μέσα στο ερωτικό γράμμα,
μυδροβολεί το εκτελεστικό απόσπασμα που τουφεκίζει τον εργάτη που αφήνει μια
τελευταία πνοή για την κοινωνική επανάσταση, δηλαδή για ελευθερία, σπινθηρίζει
μέσα στην ανακάλυψη του σοφού, λιποθυμάει, αναιμική ως και στα πιο ηλίθια
κατασκευάσματα που παίρνουν τ' όνομά της, και η ανάμνησή της εγκώμιο που θα
μπορούσε να είναι επιτάφιο εισδύει ακόμα και μέσα στα μουμιοποιημένα λόγια του
πάστορα, του δολοφόνου της, που τον ακούει ο πιστός γυρεύοντάς την, τυφλός και
κουφός, στον τάφο του δόγματος, όπου δεν είναι πια παρά μονάχα απατηλή σκόνη.
Οι αναρίθμητοι δυσφημιστές της, αληθινοί και ψεύτικοι
παπάδες, πιο υποκριτές απ' τους λειτουργούς όλων των εκκλησιών, ψευδομάρτυρες
όλων των εποχών, την κατηγορούν πως είναι μέσο απόδρασης, φυγής μπροστά στην
πραγματικότητα, σάμπως να μην ήταν η ίδια η πραγματικότητα, η ουσία της και η
έξαρσή της. Αλλά, ανίκανοι να συλλάβουν την πραγματικότητα στο σύνολό της και
στις πολύπλοκες σχέσεις της, θέλουν να βλέπουν μονάχα την πιο πρόχειρη και την
πιο ελεεινή της όψη.
Παρατηρούν μονάχα τη μοιχεία χωρίς ποτέ να νιώθουν τον
έρωτα, το βομβαρδιστικό αεροπλάνο χωρίς να φέρνουν στον νου τους τον Ίκαρο, το
περιπετειώδες μυθιστόρημα χωρίς να καταλαβαίνουν την διηνεκή ποιητική λαχτάρα,
τη στοιχειώδη και βαθιά, την οποία, μάταια, φιλοδοξεί να ικανοποιήσει.
Καταφρονούν το όνειρο για χάρη της πραγματικότητά τους, σάμπως το όνειρο να μην
ήταν μια απ' τις όψεις της και μάλιστα η πιο συνταραχτική, εξαίρουν τη δράση σε
βάρος του στοχασμού, σα να μην ήταν η πρώτη χωρίς το δεύτερο ένα sport, τόσο
ασήμαντο όσο και κάθε sport.
Άλλοτε αντιτάσσανε το πνεύμα στην ύλη, στον άνθρωπο το
θεό τους. Σήμερα υπερασπίζονται την ύλη εναντίον του πνεύματος. Στην
πραγματικότητα, δίνουν αξία στην λογική σε βάρος της ενόρασης, ξεχνώντας από
πού αναβλύζει αυτή η λογική.
Οι εχθροί της ποίησης, σ' όλες τις εποχές, είχανε την
σκοτούρα πώς να την υποτάξουν στους άμεσους σκοπούς τους, να την συνθλίψουν
κάτω από το θεό τους, ή τώρα, να την αλυσοδέσουν στην υπηρεσία της νέας
θεότητας, μαύρης ή «κόκκινης» - κοκκινόμαυρης από ξεραμένο αίμα πολύ πιο
αιματοβαμμένης από την παλιά. Γι' αυτούς η ζωή και ο πολιτισμός συνοψίζονται σε
χρήσιμο και σε άχρηστο, κι εξυπονοείται ότι αυτό το χρήσιμο παίρνει τη μορφή
μιας τσάπας, που χρησιμοποιείται προς όφελός τους. Γι' αυτούς, η ποίηση δεν
είναι παρά η πολυτέλεια του πλούσιου, αριστοκράτη ή τραπεζίτη, κι αν θέλει να
είναι «ωφέλιμη» στη μάζα, οφείλει να υποταχθεί στην μοίρα των «εφηρμοσμένων»,
των «διακοσμητικών», των «οικοκυρικών» κλπ. τεχνών. Από ένστικτο νιώθουν ωστόσο
ότι η ποίηση είναι το «Β Φθ ΤΜ» του Αρχιμήδη, και φοβούνται μήπως, αν σαλέψει,
ο κόσμος τους έρθει πίσω κατακέφαλα. Γι' αυτό, και ο ζήλος τους να την
βεβηλώνουν, να της αρνούνται κάθε αποτελεσματική ενέργεια, κάθε αξία έξαρσης,
για να της δώσουν τον υπερβολικά παρηγορητικό ρόλο μιας αδελφής του Ελέους.
Όμως ο ποιητής δεν είναι για να υποθάλπει στον άλλον μια
φαντασιώδη ελπίδα, επίγεια ή επουράνια, ούτε να αφοπλίζει τα πνεύματα,
εμφυσώντας τους απεριόριστη εμπιστοσύνη σ' έναν πατέρα ή έναν αρχηγό, που κάθε
κριτική εναντίον του θα ήταν ιεροσυλία. Εντελώς το αντίθετο: ο ποιητής είναι
εκείνος που προφέρει πάντα τα βέβηλα λόγια και τις αιώνιες βλασφημίες. Ο
ποιητής πρέπει πριν απ' όλα να συνειδητοποιήσει τη φύση του και τη θέση του
μέσα στον κόσμο. Εφευρέτης, για τον οποίον η ανακάλυψή του είναι μόνο το μέσο
για να πετύχει μια καινούργια ανακάλυψη, πρέπει να πολεμάει χωρίς σταματημό
τους καταλυτές θεούς που πέφτουν με λύσσα πάνω στον άνθρωπο για να τον κρατούν
υπόδουλο στους δυνατούς της κοινωνίας και στη θεότητα, που
αλληλοσυμπληρώνονται. Θα είναι λοιπόν επαναστάτης, μα όχι απ' αυτούς που
πολεμούν το σημερινό τύραννο, τον αποτρόπαιο στα μάτια τους γιατί βλάφτει τα
συμφέροντά τους, για να εγκωμιάσουν την εξοχότητα του αυριανού καταπιεστή, που
από τώρα κιόλας του είναι υπηρέτες. Όχι! Ο ποιητής αγωνίζεται εναντίον κάθε
καταπίεσης: του ανθρώπου από άνθρωπο πρώτα πρώτα και της καταπίεσης της σκέψης
του από τα θρησκευτικά, φιλοσοφικά ή κοινωνικά δόγματα. Μάχεται για να
αποκτήσει ο άνθρωπος συνείδηση για τον εαυτό του και για το σύμπαν, που ολοένα
να γίνεται και πιο τέλεια. Απ' αυτό δεν βγαίνει πως θέλει να βάλει την ποίηση
στην υπηρεσία μιας πολιτικής δράσης, έστω κι επαναστατικής.
Αλλά η ιδιότητά του ως ποιητή τον κάνει επαναστάτη που
πρέπει να μάχεται σ' όλα τα πεδία. Στην περιοχή της ποίησης με τα μέσα που
προσιδιάζουν σ' αυτήν, και στην περιοχή της κοινωνικής δράσης, χωρίς ποτέ να
συγχέει τα δυο πεδία δράσης, αλλιώς ξαναφέρνει τη σύγχυση που πάει να διαλύσει,
και συνεπώς παύει να είναι ποιητής, δηλαδή επαναστάτης.
Οι πόλεμοι όπως αυτός που υφιστάμεθα, γίνονται μόνο και
μόνο προς όφελος ενός συνασπισμού όλων των οπισθοδρομικών δυνάμεων, και
σημαίνουν κοντά στ' άλλα, σταμάτημα της εκπολιτιστικής ανάτασης που
καταστρέφεται απ' αυτές τις οπισθοδρομικές δυνάμεις, που τις απειλούσε ο
πολιτισμός. Αυτό είναι τόσο φανερό, που δε χρειάζεται να επιμείνομε. Μοιραία
συνέπεια αυτής της προσωρινής ήττας του πολιτισμού είναι ένας θρίαμβος του
αντιδραστικού πνεύματος, και πρώτα πρώτα του θρησκευτικού σκοταδισμού,
αναγκαίου επιστεγάσματος κάθε αντίδρασης. Θα χρειαζόταν να ανατρέξουμε πολύ
μακριά στην ιστορία για να βρούμε μιαν άλλη εποχή, όπου η επίκληση του Θεού,
του Παντοδυνάμου, της Θείας Πρόνοιας κλπ. να είναι τόσο συχνή από τους αρχηγούς
κρατών ή για τα προνόμιά τους. Ο Τσόρτσιλ δεν εκφωνεί σχεδόν κανένα λόγο χωρίς
να εξασφαλίσει την προστασία του θεού, το ίδιο κάνει κι ο Ρούσβελτ, ο Ντε Γκολ
τάσσεται υπό την αιγίδα του Σταυρού της Λορραίνης, ο Χίτλερ επικαλείται κάθε
μέρα τη θεία πρόνοια και οι κάθε λογής μητροπολίτες ευχαριστούν, από το πρωί ως
το βράδυ, τον Κύριο για τη σταλινική αγαθοεργία. Χωρίς να είναι από μέρους τους
μια ασυνήθιστη εκδήλωση, η στάση τους δίνει το χρίσμα σε μια γενική
αντιδραστική κίνηση, ενώ ταυτόχρονα δείχνει τον πανικό τους. Κατά τον
προηγούμενο πόλεμο, οι κληρικοί της Γαλλίας διακήρυσσαν επίσημα ότι ο θεός δεν
ήταν Γερμανός, ενώ απ' την άλλη όχθη του Ρήνου, οι όμοιοί τους διεκδικούσαν γι'
αυτόν την γερμανική ιθαγένεια, και ποτέ οι εκκλησίες της Γαλλίας π.χ. δεν
είδανε τόσους πιστούς όσο από την αρχή των σημερινών εχθροπραξιών.
Από πού προέρχεται αυτή η αναγέννηση του φιντεϊσμού;
Πρώτα πρώτα από την απελπισία που γεννάει ο πόλεμος και η γενική αθλιότητα · ο
άνθρωπος δε βλέπει καμιά διέξοδο πάνω στη γη στη φοβερή του κατάσταση, ή δεν τη
βλέπει ακόμα, και ζητάει σ' έναν φανταστικόν ουρανό παρηγοριά για τα υλικά του
δεινά, που ο πόλεμος τα έκαμε πιο βαριά σε ανήκουστες διαστάσεις. Ωστόσο, κατά
την ασταθή εποχή την λεγόμενη Ειρήνη, οι υλικές συνθήκες της ανθρωπότητας, που
προκάλεσαν την παρηγορητική θρησκευτική αυταπάτη, υπήρχαν, αν και με λιγότερη
οξύτητα, και ζητούσαν επιτακτικά να ικανοποιηθούν. Η κοινωνία βρισκόταν μπροστά
στην αργή διάλυση του θρησκευτικού μύθου χωρίς τίποτε να μπορεί να τον
αντικαταστήσει παρά μόνο πολιτικές ζαχαρίνες: πατρίδα ή αρχηγός.
Μερικοί, μπροστά σε τούτα τα υποκατάστατα που εξυπηρετούν
τον πόλεμο και τους όρους της ανάπτυξής του τά 'χουν χαμένα, χωρίς ελπίδα
σωτηρίας άλλη από την επιστροφή στην καθαρή και απλή θρησκευτική πίστη. Άλλοι,
κρίνοντάς τα ανεπαρκή και άχρηστα, ζήτησαν ή να τ' αντικαταστήσουν με νέα
μυθικά παράγωγα ή να ξαναζωντανέψουν τους παλιούς μύθους. Εξού η γενική
αποθέωση μέσα στον κόσμο, αφ' ενός του χριστιανισμού της πατρίδας και του
αρχηγού αφ' ετέρου. Όμως η πατρίδα και ο αρχηγός, όπως και η θρησκεία της
οποίας είναι μαζί κι αδέλφια κι ανταγωνιστές, δεν έχουν πια σήμερα άλλο μέσο να
επιβάλλονται πάνω στα πνεύματα από τον καταναγκασμό. Ο σημερινός τους θρίαμβος,
καρπός μιας στρουθοκαμηλικής αντίδρασης, μακριά απ' το να σημαίνει τη
φανταχτερή αναγέννησή τους προμηνύει το επικείμενο τέλος τους.
Αυτή η νεκρανάσταση του θεού, της πατρίδας και του
αρχηγού υπήρξε το αποτέλεσμα της αφάνταστης σύγχυσης των πνευμάτων που τη
γέννησε ο πόλεμος και τη συντήρησαν όσοι είχαν συμφέροντα απ' αυτόν. Έτσι, η
πνευματική ζύμωση που γεννιέται απ' αυτήν την κατάσταση, στο βαθμό που
εγκαταλείπεται κανείς στο ρεύμα, παραμένει ολοκληρωτικά οπισθοδρομική κάτω από
την επίδραση ενός αρνητικού παράγοντα. Τα προϊόντα της παραμένουν αντιδραστικά,
είτε είναι «ποίηση» προπαγάνδας φασιστικής ή αντιφασιστικής, είτε θρησκευτικής
έξαρσης. Αφροδισιακά για γέρους, δίνουν ένα πρόσκαιρο σφρίγος στην κοινωνία,
για να σωριαστεί μόνον ευκολότερα κεραυνωμένη. Αυτοί οι «ποιητές» δεν έχουν
τίποτα το κοινό με τη δημιουργική σκέψη των Επαναστατών του Έτους ΙΙ (1) ή της
Ρωσίας του 1917 π.χ. ή των μυστικών ή των αιρετικών του Μεσαίωνα, γιατί ο
προορισμός τους είναι να προκαλούν μια πλασματική έξαρση στη μάζα, ενώ εκείνοι
οι επαναστάτες και οι μυστικοί ήταν προϊόν μιας αληθινής και βαθιάς συλλογικής
έξαρσης που τα λόγια τους τη διερμήνευαν. Εκφράζανε, λοιπόν τη σκέψη και την
ελπίδα ενός ολόκληρου λαού, διαποτισμένου από τον ίδιο μύθο ή εμψυχωμένου από
την ίδια ορμή, ενώ η «ποίηση» προπαγάνδας πάει να δώσει λίγη ζωή σ' ένα μύθο,
που ψυχορραγεί.
Πολιτικά τροπάρια, έχουν την ίδια δύναμη ν' αφιονίζουν,
όπως και τα πρότυπά τους τα θρησκευτικά, που τη συντηρητική τους λειτουργία
έχουν κατ' ευθείαν κληρονομήσει, γιατί αν η μυθική, η μετέπειτα μυστική, ποίηση
δημιουργεί τη θεότητα, τα τροπάρια εκμεταλλεύονται αυτήν την ίδια τη θεότητα.
Παρόμοια και ο επαναστάτης του Έτους ΙΙ και του 1917 δημιουργούσε τη νέα
κοινωνία, ενώ ο σημερινός πατριώτης και ο σταλινικός επωφελούνται απ' αυτήν.
Παραβάλλοντας τους επαναστάτες του Έτους ΙΙ και του 1917 με τους μυστικούς του
Μεσαίωνα δε σημαίνει καθόλου πως τους βάζομε στο ίδιο επίπεδο, όμως
προσπαθώντας να κατεβάσουν στη γη τον φανταστικό παράδεισο της θρησκείας οι
πρώτοι, μας αποκαλύπτουν ψυχολογικές εξελίξεις ανάλογες με κείνες που
ανακαλύπτομε στους δεύτερους. Ακόμα πρέπει να κάνομε διάκριση ανάμεσα στους
μυστικούς που τείνουν παρά τη θέλησή τους στην εδραίωση του μύθου και
προπαρασκευάζουν άθελά τους τους όρους που οδηγούν στο να καταλήξει θρησκευτικό
δόγμα και στους αιρετικούς που ο πνευματικός και κοινωνικός τους ρόλος είναι
πάντα επαναστατικός, γιατί γυρίζουν και ξανασυζητούν τις αρχές, πάνω στις
οποίες στηρίζεται ο μύθος για να μουμιοποιηθεί μέσα στο δόγμα. Πράγματι, αν οι
ορθόδοξος μυστικιστής (μα μπορούμε να μιλάμε για ορθόδοξο μυστικιστή;)
διερμηνεύει κάποια σχετική υποταγή στα παραδεδομένα, ο αιρετικός, αντί γι' αυτό
εκφράζει πάντα μιαν αντίθεση προς την κοινωνία όπου ζει.
Μόνο οι κληρικοί βλέπουν τα πράγματα με το ίδιο μάτι με
τους σημερινούς αμύντορες της πατρίδας και του αρχηγού, γιατί έχουν τον ίδιο
παρασιτικό ρόλο ως προς το μύθο. Μου φτάνει για παράδειγμα για τα παραπάνω ένας
μικρός τόμος που εκδόθηκε τελευταία στο Rio-de-Janeiro: Η τιμή των Ποιητών
(Honneur des poθtes), που περιέχει μια επιλογή από ποιήματα δημοσιευμένα
παράνομα στο Παρίσι κατά τη ναζιστική κατοχή. Ούτ' ένα απ' αυτά τα ποιήματα δεν
ξεπερνάει τη λυρική στάθμη της διαφήμισης φαρμάκων και δεν είναι τυχαίο το ότι
αυτοί που τα έγραψαν νόμισαν χρέος τους, στη μεγάλη τους πλειονότητα, να
ξαναγυρίσουν στην κλασσική ρίμα και στον κλασσικόν αλεξανδρινό στίχο. Η μορφή
και το περιεχόμενο βρίσκονται αναγκαστικά σε στενότατη σχέση μεταξύ τους,
επιδρώντας μέσα σ' αυτούς τους «στίχους» το ένα πάνω στο άλλο, σ' ένα
φρενιασμένο αγώνα δρόμου προς τη χειρότερη αντίδραση. Έχει πράγματι σημασία το
ότι τα πιο πολλά απ' αυτά τα κείμενα συνενώνουν σφιχτά το χριστιανισμό και τον
εθνικισμό, λες και ήθελαν ν' αποδείξουν ότι δόγμα θρησκευτικό και δόγμα
εθνικιστικό έχουν κοινή προέλευση και ταυτόσημη κοινωνική λειτουργία. Και ο
τίτλος ακόμα της συλλογής, Honneur des poθtes, από την άποψη του περιεχομένου
του, παίρνει ένα νόημα ξένο προς κάθε ποίηση. Τελικά η τιμή αυτών των «ποιητών»
συνίσταται στο ότι έπαψαν να είναι ποιητές για να γίνουν διαφημιστές.
Στον Loys Masson το μείγμα θρησκεία-εθνικισμός περιέχει
σε μεγαλύτερη αναλογία φιντεϊσμό και σε μικρότερη πατριωτισμό. Στην
πραγματικότητα περιορίζεται να κεντάει πάνω στον κατηχισμό:
Χριστέ μου, κάμε να αντλήσει η προσευχή μου
δύναμη από τις βαθιές τις ρίζες.
Κάμε με άξιο του φωτός αυτού της γυναικός μου
στο
πλευρό μου
Να πάω χωρίς να τρέμω προς το λαό τούτον των
αλυσίδων
που ως η Μαρία με την κόμη του τον λούζει.
Ξέρω πως πίσω από τους λόφους προχωρεί το
πλατύ
σου βήμα.
Ακούω τον Ιωσήφ τον από Αριμαθείας να συνθλίβει
τα
λιπόθυμα στάχια πάνω στον Τάφο.
Και το κλήμα να ψάλλει ανάμεσα στους
τσακισμένους
βραχίονες του ληστή του εσταυρωμένου.
Σε βλέπω: ως άγγιξε την ιτιά και την
κληματαριά
κάθησε η άνοιξη στ' αγκάθια του στεφάνου.
Φεγγοβολούν:
Ας σκιρτήσομε από λύτρωση, ας σκιρτήσομε
ταξιδιώτες.
Ω! Ας περάσουν από μέσα μας κι ας μας
κάνουνε
στάχτη
αν είν' αυτός ο δρόμος τους προς τα δεσμά
Η δόση είναι σχεδόν ίσα και ίσα στον Pierre Emmanuel:
Ω Γαλλία, άραφε χιτώνα της Πίστεως,
που την ερύπαναν πόδια λιποταχτών και οι
εμπτυσμοί.
Ω χιτώνα γλυκιάς ανάσας που την ξεσκίζει
η τρυφερή φωνή σκληρά των υβριστών
Ω χιτώνα από το αγνότερο λινάρι της Ελπίδας
Εσύ 'σαι πάντα το μοναδικό ρούχο εκείνων
που ξέρουν τι αξίζει νά 'σαι γυμνός ενώπιον του
Θεού...
Συνηθισμένος στα «αμήν» και στα λιβανίσματα του Στάλιν, ο
Aragon, δεν τα κατάφερε μολαταύτα τόσο καλά όσο οι προηγούμενοι να συνταιριάσει
το Θεό και την πατρίδα. Ξαναβρίσκει τον πρώτο, αν μπορώ να το πω έτσι, «ξυστά»
και κείνο που πετυχαίνει είναι ένα κείμενο που κάνει να κιτρινίζει από τη
ζήλεια το συγγραφέα της γαλλικής ραδιοφωνικής κοινοτοπίας: «Έπιπλα με τη μάρκα
Λεβιτάν μ' εγγύηση ποτέ δεν σπαν».
Είν' ο καιρός για τη μεγάλη αγωνία
Όταν ευαγγελίζεται στο Vaucouleurs η Ιωάννα
Ω! Κόψτε κομματάκια τη Γαλλία
Η μέρα μ' ένα τέτοιο φως ωχρό χυμένο
Ο βασιλιάς των θλίψεών μου παραμένω.
Όμως, ο Paul Eluard, ο μόνος που υπήρξε ποιητής απ' όλους
αυτούς που έχει μέσα η ανθολογία, είναι εκείνος στον οποίο οφείλομε το πιο
ολοκληρωμένο πολιτικό τροπάριο:
Στο λιχούδικο το τρυφερό σκυλί μου
Στα σηκωτά του αυτιά
Στ' αδέξιο πόδι του
Γράφω τ' όνομά σου.
Στον τσίγκο της πόρτας μου
Στου σπιτιού μου τ' αντικείμενα
Στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τ' όνομά σου...
Εδώ, παρεμπιπτόντως, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η
μορφή τροπαρίου ταιριάζει στα πιο πολλά απ' αυτά τα ποιήματα, χωρίς άλλο
εξαιτίας της ιδέας της ποίησης και της θρηνωδίας, με την οποία συνάπτεται, και
της διάστροφης ροπής προς την ηδονή του πόνου, που η χριστιανική υμνολογία
προσπαθεί να εμβάλλει στον άνθρωπο, για να γίνει άξιος της βασιλείας των
ουρανών. Ακόμα και ο Aragon και ο Eluard άλλοτε άθεοι, θεωρούν υποχρεωμένον τον
εαυτό τους, ο ένας να επικαλείται στα έργα του τους «αγίους και τους προφήτες»,
τον «τάφο του Λαζάρου», κι ο άλλος να προσφεύγει στην υμνογραφία, χωρίς άλλο
για να συμμορφωθεί προς το περιβόητο σύνθημα: «οι κληρικοί μαζί μας».
Στην πραγματικότητα όλοι οι ποιητές αυτού του βιβλίου
ξεκινούν χωρίς να τ' ομολογούν ούτε και στον εαυτό τους, από μιαν εσφαλμένη
ιδέα του Guillaume Apollinaire, που την κάνουν ακόμα χειρότερη. Ο Apollinaire
ήθελε να θεωρεί τον πόλεμο σαν ένα θέμα ποιητικό. Όμως, αν ο πόλεμος, ως μάχη
και απαλλαγμένος από κάθε πνεύμα εθνικισμού, μπορεί, έστω, να παραμένει θέμα
ποιητικό, δεν είναι το ίδιο και για ένα εθνικιστικό σύνθημα, ακόμα και αν το
έθνος, όπως η Γαλλία, είναι κάτω από την άγρια καταπίεση των ναζί. Το διώξιμο
του καταπιεστή και η προπαγάνδα μ' αυτό το νόημα ανήκουν στη δικαιοδοσία της
πολιτικής, κοινωνικής και στρατιωτικής δράσης, σύμφωνα με το αν αντιμετωπίζει
κανείς αυτό το διώξιμο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, η
ποίηση δεν έχει άλλο τρόπο να παρέμβει στη διαμάχη παρά μονάχα με τη δράση που
προσιδιάζει σ' αυτήν, με την ίδια τη δική της πολιτισμική σημασία. Αφήνει τους
ποιητές να λάβουν μέρος ως επαναστάτες στην εκμηδένιση του ναζί εχθρού, με
επαναστατικές μεθόδους, χωρίς ποτέ να ξεχνούν ότι αυτή η τυραννία
ανταποκρινόταν στην ευχή, φανερή ή κρυφή, όλων των εχθρών πρώτα πρώτα των δικών
μας, έπειτα των ξένων της ποίησης, θεωρούμενης ως καθολικής απελευθέρωσης του
ανθρώπινου πνεύματος, γιατί, για να παραφράσομε τον Marx, η ποίηση δεν έχει
πατρίδα, αφού είναι όλων των καιρών και όλων των τόπων.
Θα είχαμε πολλά να πούμε ακόμα για την ελευθερία, που
τόσο την επικαλούνται σ' αυτές τις σελίδες. Πρώτα πρώτα, για ποια ελευθερία
πρόκειται; Για την ελευθερία για λίγους να καταπιέζουν το σύνολο των ανθρώπων,
ή για την ελευθερία αυτών των ανθρώπων να συνετίσουν τους λίγους προνομιούχους;
Την ελευθερία για τους πιστούς να επιβάλλουν το θεό τους και την ηθική τους
πάνω σ' ολάκερη την κοινωνία, ή για την ελευθερία γι' αυτήν την κοινωνία να
απορρίψει το θεό, τη φιλοσοφία του και την ηθική του; η ελευθερία είναι σα μια
«αέρινη επίκληση» έλεγε ο Andrι Breton, και για να εκπληρώσει το ρόλο της αυτή
η «αέρινη επίκληση» πρέπει πρώτα πρώτα να πετάξει όλα τα μιάσματα του
παρελθόντος, που μολύνουν αυτό το βιβλίο. Όσο τα κακά πνεύματα της θρησκείας
και της πατρίδας θα αλωνίζουν μέσα στο χώρο της κοινωνίας και του πνεύματος, οποιαδήποτε
μεταμφίεση κι αν έχουν δανειστεί, καμιά ελευθερία δε θα είναι νοητή. Πρέπει
πρώτα πρώτα να διωχτούν, για να 'ρθει η ελευθερία. Αυτό είναι όρος θεμελιώδης.
Κάθε «ποίημα» που εξαίρει μια «ελευθερία» θεληματικά απροσδιόριστη, και αν
ακόμα δεν είναι στολισμένη με θρησκευτικά ή εθνικιστικά γνωρίσματα, πρώτα,
παύει να είναι ποίημα, και ύστερα, γίνεται εμπόδιο στην καθολική απελευθέρωση
του ανθρώπου, γιατί τον παραπλανά, δείχνοντάς του μια «ελευθερία» που καλύπτει
καινούργιες αλυσίδες. Αντίθετα, από κάθε αυθεντικό ποίημα βγαίνει μια πνοή
ακέραιας και δρώσας ελευθερίας, κι αν ακόμα δε γίνεται επίκληση αυτής της
ελευθερίας με την πολιτική ή κοινωνική μορφή της, και, γι' αυτό, συμβάλλει στην
πραγματική απελευθέρωση του ανθρώπου.
Μεξικό, Φεβρουάριος 1945
Μετάφραση: Μανόλη
Λαμπρίδη
(1)
Εννοεί τη χρονολογία της Γαλλ. Επαναστάσεως (Σ.τ.μ.)