Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2012

Σουρρεαλιστικές εργαλειοθήκες επιβίωσης

Για τη συνάντηση στην Αθήνα, Ιούνιος 2011

Όταν κανείς, αποκαμωμένος από την ηττοπάθεια και την παραίτηση, βρίσκεται σε βαθειά κατάθλιψη, ή και στο κατώφλι της αυτοκτονίας, τότε είναι η ώρα ν’ ανοίξει τη Σουρρεαλιστική του Εργαλειοθήκη Επιβίωσης και ν’ απολαύσει μιαν ανάσα από μαγικό, φρέσκο αέρα.

Penelope Rosemont, ‘A Revolution in the Way We Think and Feel – Conversations with Leonora Carrington’ (2002)

Τον Ιούνιο του 2011, κι ενώ η Αθήνα, ήδη από καιρό, αποτελούσε φάρο απεγνωσμένης ελπίδας όσο και οξείας απελπισίας, μέλη του διεθνούς υπερρεαλιστικού κινήματος συναντήθηκαν στην περιοχή των Εξαρχείων, στην καρδιά της πόλης, για να κατασκευάσουν Σουρρεαλιστικές Εργαλειοθήκες Επιβίωσης. Οι κανόνες του παιγνιδιού ήταν απλοί: συνίσταντο στη συλλογή συνόλων από ποιητικά, μαγικά, ονειρικά αντικείμενα εντός φορητών εργαλειοθηκών, με σκοπό την αποκατάσταση του θαύματος και την επανεπινόηση της ελπίδας σε αυτούς τους αδήριτα σκληρούς καιρούς. Ανταποκρινόμενα στην πρόσκληση που απηύθυνε τον Ιούλιο του 2010 η Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας, μέλη της SLAG (Surrealist London Action Group) και της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Στοκχόλμης ταξίδεψαν στην Ελλάδα και συναντήθηκαν με την αθηναϊκή ομάδα, περνώντας κάμποσες ημέρες πλήρεις ελπίδας και θαύματος. Κατασκευάσαμε τις δικές μας Εργαλειοθήκες Επιβίωσης —κάποιες προετοιμασμένες κοπιωδώς από αγαπημένα αντικείμενα-φετίχ, άλλες φτιαγμένες αυτοσχέδια από μικροπράγματα που βρέθηκαν επί τόπου, άλλες ατομικές και άλλες συλλογικές— και υποδεχθήκαμε το τοπικό κοινό στην έκθεση αυτών και στην επακόλουθη συζήτηση, σε μια βραδιά που περιλάμβανε εξ άλλου δημόσιες ομιλίες, προβολές διαφανειών και ταινιών, ανάγνωση ποίησης και αυτοσχέδια μουσική.

Το πλαίσιο της διεθνούς συνάντησης υπήρξε η αυξανόμενη οικονομική κρίση που σπαράσσει την ελληνική κοινωνία — μια κρίση που καθιστά πολλαπλά αισθητό το θέμα της επιβίωσης. Αισθανόμαστε, ίσως, την αυθόρμητη παρόρμηση να εκδηλώσουμε την αγαλλίασή μας ενώπιον της προοπτικής κατάρρευσης της παρούσας τάξης, μόνο που βέβαια η κρίση δεν αγγίζει μόνο το κράτος και το κεφάλαιο, αλλ’ αποτελεί και πραγματική κρίση για τον καθημερινό βίο των απλών ανθρώπων: εξ ου και η κλειστοφοβία εμπρός σε έναν ορίζοντα που ολοένα μικραίνει, η αμφιβολία για την, έστω βραχυπρόθεσμη, εξασφάλιση στέγης και βιοπορισμού. Η διακυβευόμενη εδώ επιβίωση αφορά τα αναγκαία, την αντίσταση στην αυξανόμενη οργανωμένη μιζέρια, την παρεμπόδιση των καταστροφικών δυνάμεων του κεφαλαίου στην εκτέλεση της συνήθους ρουτίνας τους. Ωστόσο, όταν όλες οι προοπτικές μοιάζουν να έχουν εξαντληθεί, όταν όλες οι οδοί διαφυγής έχουν αποκλειστεί και οι πολιτικές που μας επιβάλλονται τείνουν προς την τελική εξαχρείωση κάθε ίχνους ζωής στην κοινωνία, τότε ανακύπτει ένα ουτοπικό είδος επιβίωσης, όπου το να φανταζόμαστε όλες τις άλλες δυνατές μορφές ζωής μετατρέπεται σε πραγματική δύναμη αντίστασης, όπου μια βασική, ειδικά υπερρεαλιστική έννοια επιβίωσης ανακτά την ιδιαίτερη σημασία της. Στο πλαίσιο των δύο αυτών μορφών επιβίωσης, οριοθετημένων από μαζικές λαϊκές διαδηλώσεις ενάντια στα μέτρα λιτότητας και από ένα πνεύμα ουτοπικά παιγνιώδες, έλαβε χώρα η διεθνής συνάντηση.

Η δημόσια εκδήλωση ήταν μία μόνο πτυχή της ροής εσωτερικών συλλογικών συζητήσεων και παιγνιδιών που συνεχίστηκε αδιάλειπτα για τρεις ημέρες, καθώς περνούσαμε από αίθουσες συνάντησης σε δρόμους, πλατείες, λόφους, βιβλιοπωλεία, μπαρ, κουζίνες, ταβέρνες και διαμερίσματα. Οι συζητήσεις υπήρξαν συντροφικές, κάτι που δεν σημαίνει ότι ήταν τετριμμένες, ούτε και ευγενικές: ήταν μια ευκαιρία να θέσουμε ερωτήσεις, για τους εαυτούς μας και για τους άλλους. Ήταν, προπάντων, καιρός για έντονη σκέψη ως προς τις σημασίες της επιβίωσης. Διαπιστώσαμε ολοένα πιο σαφώς ότι για τους υπερρεαλιστές η διακυβευόμενη επιβίωση δεν μπορούσε να είναι η μινιμαλιστική νίκη της επιβίωσης για άλλη μια μέρα, ούτε άλλωστε η τακτική επιβίωσης που συνίσταται στο να θάβουμε το θησαυρό μας προστατεύοντάς τον μέχρι να παρέλθει ο κίνδυνος: αντίθετα, για μας, η επιβίωση μπορεί να είναι μόνο αυτό που εξέφρασε η ομάδα της Αθήνας στην πρόσκλησή της, δηλαδή «η ελπίδα για μιαν άλλη ζωή».

Καθώς αναστοχαστήκαμε από κοινού την εκδίπλωση των αποτελεσμάτων του παιγνιδιού μας αντιληφθήκαμε ότι εκείνο που καθιστούσε τις εργαλειοθήκες σημαντικές δεν ήταν η προσωπική συλλογή «προσφιλών πραγμάτων» επιμέρους ατόμων —«το καθένα […] διαφορετικό, καθώς δεν υπάρχουν δύο πανομοιότυποι άνθρωποι», καθώς το έθεσε η Penelope Rosemont— αλλά η διαδικασία της συγκέντρωσής τους, της εύρεσης ή κατασκευής ονειρικών αντικειμένων κυριολεκτικά από σκουπίδια που τύγχανε να κείνται τριγύρω, η μετάλλαξη της κατώτερης ύλης στο χρυσό του μέλλοντος χρόνου. Εν ολίγοις, η Εργαλειοθήκη Επιβίωσής μας δεν ήταν τα ίδια τα αντικείμενα, αλλ’ η ικανότητα εύρεσης και μεταμόρφωσής τους. Ο υπερρεαλισμός είναι η δική μας Εργαλειοθήκη Επιβίωσης, και συνεπώς αποτελεί αναγκαία —αν και όχι ικανή— συνθήκη για την κοινωνική επανάσταση που πρέπει να επέλθει.

Προπάντων το βάθος και η ένταση της εσωτερικής συζήτησης έδωσε για μας το μέτρο της σημασίαςκαι πάλι, θα λέγαμε της αναγκαιότηταςπου είχε η συνάντηση στην Αθήνα. Η συνάντηση έλαβε χώρα εν μέσω μιας σειράς διεθνών γεγονότων, από το φεστιβάλ Destruction 2011 στην Πόλη μέχρι τις μεταγενέστερες εκθέσεις στην Πράγα και την Πενσυλβανία, γεγονότα που πάντως έδωσαν βάρος στη δημόσια παρουσίαση έργων και ιδεών μάλλον παρά στην ανάπτυξη υπερρεαλιστικών στρατηγικών. Συμβάντα όπως αυτά στην Πόλη, την Πράγα και την Πενσυλβανία είναι σημαντικά για τη δομή μιας ομάδας, και κατεπέκταση για το όλο διεθνές κίνημα, θα πρέπει όμως να ανοιχθεί ένας χώρος για σταθερότερες διαδικασίες διεθνών συναντήσεων. Η ανάγκη διεθνούς συνεργασίας προφανώς προϋπήρξε της συνάντησής μας — ίχνη αυτής μπορεί να εντοπισθούν λ.χ. στις προσπάθειες και συζητήσεις γύρω από τον συλλογικό τόμο Hydrolith (2010). Η συνάντησή μας τον Ιούνιο αποτέλεσε επέκταση και εμπέδωση της συλλογικής μας αναγνώρισης αυτής της ανάγκης.

Έτσι, η δημόσια εκδήλωση που έλαβε χώρα για μία βραδιά κατά τη συνάντηση στην Αθήνα ήταν μέρος ενός όλου, και η συλλογική φροντίδα για τη δημιουργία της μας έδωσε ενέργεια και εστίαση για τις ευρύτερες εσωτερικές μας συζητήσεις και τα παιγνίδια μας. Δεν υπήρξε προκαθορισμένη ημερήσια διάταξη για τις συζητήσειςη γενική πρόθεση ήταν, μάλλον, η συλλογική διαμόρφωση της συνάντησης, από όλους τους συμμετέχοντες. Κατά τον ίδιον τρόπο ακριβώς, η τριήμερη συνάντηση έδωσε ενέργεια και εστίαση ώστε να προκύψει, όπως ήδη συμβαίνει, μια πιο πλούσια και στερεή συνεργασία μεταξύ των ομάδων που κατάφεραν να συμμετάσχουν. Κατά τις συνομιλίες μας, εξ άλλου, μιλήσαμε για την ιστορία και τα τρέχοντα σχέδια των επιμέρους ομάδων, διαμορφώνοντας έτσι μια κατανόηση των διαφορετικών συνθηκών και των ιδιαιτεροτήτων καθεμιάς από τις παρούσες συλλογικότητες, αλλά και επιβεβαιώνοντας την ευρεία και ανεπιφύλακτη συμφωνία μας. Καθώς η κρίση βαθαίνει και το δακρυγόνο εξαπλώνεται, η αλληλεγγύη θα γίνεται ολοένα πιο αναγκαία για την επιβίωσή μας.

Πρόθεσή μας είναι η διαρκής ενίσχυση των σχέσεων που σχηματίστηκαν στην Αθήνα μέσω τακτικών διεθνών συναντήσεων πάνω σε αυτό το πρότυπο. Ελπίζουμε να ενισχύσουμε την αίσθηση ευθείας, ειλικρινούς και σοβαρής συνομιλίας επί τη βάσει των συνεργασιών μας (και του οπλοστασίου στρατηγικών που διαθέτουμε) με άλλα κέντρα υπερρεαλιστικής δραστηριότητας σε διεθνές επίπεδο, καθώς και να αναπτύξουμε εξωστρεφώς τις νεοπαγείς αυτές σχέσεις, ούτως ώστε να περιλάβουν ακόμη περισσότερους συμμετέχοντες στο υπερρεαλιστικό κίνημα, ανά τον κόσμο.

Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας

Υπερρεαλιστική Ομάδα Στοκχόλμης

Surrealist London Action Group (SLAG)

Σάββατο, Ιανουαρίου 28, 2012

Surrealist survival kits, a report from the meeting in June

Athens meeting report, June 2011 

When one is overcome by demoralization and defeat, deeply depressed or on the verge of suicide, that is the time to open one’s Surrealist Survival Kit and enjoy a breath of magical fresh air. 

Penelope Rosemont, ‘A Revolution in the Way We Think and Feel – Conversations with Leonora Carrington’ (2002) 

 

In June 2011, when the city of Athens had already long been a beacon of both desperate hope and acute despair, members of the international Surrealist movement met in the Exarchia district, in the city’s heart, to build Surrealist Survival Kits. The rules of the game were simple: to assemble collections of poetic, magical, oneiric objects into portable kits, for the restoration of wonder and reinvention of hope when times are at their hardest. Responding to an invitation issued by the Athens Surrealist Group in July 2010, members of SLAG (Surrealist London Action Group) and the Stockholm Surrealist Group had travelled to Greece to join the Athenians for several days of hope and wonder. We constructed our Survival Kits – some elaborately prepared from beloved fetish objects, some improvised from detritus found on the spot, some individual, some collaborative – and welcomed local people to join us for their display and discussion at an evening of public talks, slideshows, film screenings, poetry readings and improvised music.

The international meeting was held against the backdrop of the deepening economic crisis that is tearing at the body of Greek society. This crisis renders the question of survival apparent in manifold ways. We may feel a spontaneous inclination to jump for anti-capitalist joy and celebrate the prospect of the breakdown of the present order, but of course the crisis is not only a crisis for state and capital, but also a real crisis for the everyday lives of ordinary people: the claustrophobia of the horizon closing in, the uncertainty over whether one's home and livelihood can be sustained even for the coming months. The kind of survival in play here is one of necessity, of not bowing beneath the increasing organised misery, of preventing the destructive forces of capital from running through their regular routine. But on the other hand, when all options appear to be exhausted, when all escape routes have been blocked and the policies imposed upon us tend towards the ultimate degradation of all traces of life in society, there arises a utopian kind of survival in which imagining all other possible forms of life becomes a real force for resistance; where a basic, specifically Surrealist sense of survival regains its particular relevance. It was in the context of these two modes of survival, framed by massive popular demonstrations against austerity measures and a utopian spirit of playfulness, that the international meeting was held.

The public event was just one aspect of the stream of internal collective discussion and play that went on continuously for three days as we wound our way through meeting rooms, streets, squares, hills, bookshops, bars, kitchens, tavernas and apartments. The discussions were comradely, which means neither platitudinous nor polite: this was an occasion for asking questions, of ourselves and each other. In particular it was a time for hard thinking about the meanings of survival. It became increasingly clear to us that for Surrealists the survival at stake could not be the minimalist victory of simply making it through to another day, or the survivalist tactic of holing up somewhere to protect our treasure until the danger has passed: on the contrary, for us survival could only be, as the Athens group had expressed it in their invitation, ‘the hope for another life’.

As we reflected together on the unfolding results of our game, we understood that what made the kits significant was not the personal collection of ‘favourite things’ by individuals – ‘each one […] different, for no two people are exactly alike’ in Penelope Rosemont’s words – but the process of assembling them, of finding or constructing oneiric objects from literally any old rubbish that was lying around, the transmutation of base matter into the gold of future time. In other words, our Survival Kit was not the objects themselves, but the ability to find and transform them. Surrealism is our survival kit, and as such is a necessary – though insufficient – condition for the social revolution that must come.

More than anything else, it was the depth and intensity of internal discussion that for us marked the importance – again we want to say the necessity – of the meeting in Athens. The meeting came in the middle of a series of international events, from the Destruction 2011 festival in Istanbul to the later exhibitions in Prague and Pennsylvania, but these were primarily geared towards the public presentation of works and ideas rather than to the development of Surrealist strategies. Events such as those in Istanbul, Prague or Pennsylvania are important for the structure of a group and thus for the international movement at large, but we must also open a space for a steadier process of international meetings. The need for international cooperation on a steady basis existed of course before our meeting; traces of it can be found in the efforts and talks concerning Hydrolith, for example. Our meeting in June was an extension and consolidation of our collective recognition of that need.  

Thus the one-night public event that took place during the meeting in Athens was just a part of the whole, and the collective task of creating it served simply to give energy and focus to our longer internal discussions and play. There was no predetermined agenda for those discussions; rather, the intention was for all participants to collaboratively shape the gathering itself. In exactly the same way, the three-day meeting gave energy and focus to what has already become a richer, stronger collaboration between the groups that were able to participate. During discussions we were able to elaborate the history and current projects of the respective groups, thereby creating an understanding of the different conditions and the particularities of the groups present, as well as confirming our wide and unproblematic agreement. As the crisis deepens and the tear gas spreads, that richness and strength of solidarity will only become more essential to our survival.

Our intention is to continue to build on the relationships forged at Athens by holding regular international meetings on a similar model, and we hope to strengthen this sense of explicit, frank and serious discussion of the basis of our collaborations (and our arsenal of strategies) with other centres of Surrealist activity around the world, and to build those newly forged relationships outwards to encompass ever more participants from the Surrealist movement worldwide.


Athens Surrealist Group

Stockholm Surrealist Group

Surrealist London Action Group (SLAG)

Δευτέρα, Μαΐου 30, 2011

Σουρρεαλιστικά Εργαλεία Επιβίωσης - Εκδήλωση



Το τέλος του κόσμου πλησιάζει!

Η μέρα της κρίσης έφτασε!

Θα μπορέσει η φαντασία να σώσει την ανθρωπότητα;

Μετά τις νέες έρευνες για την επιστροφή της αντιύλης,

η Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθήνας και άλλοι Ιθαγενείς και Ευρωπαίοι σουρρεαλιστές

σας καλούμε να βουτήξουμε

στο αυτοσχέδιο τούνελ του επιταχυντή της υπερπραγματικότητας,

μήπως και επινοήσουμε –έστω την ύστατη στιγμή– τα απαραίτητα εργαλεία επιβίωσης

που θα απαλλάξουν το ανθρώπινο είδος

από τη σημερινή του κατάντια.

Τα πρώτα πειραματικά Σουρρεαλιστικά Αντικείμενα Επιβίωσης

θα εκτεθούν στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο NOSOTROS,

Θεμιστοκλέους 66, Εξάρχεια.

Σάββατο-Κυριακή 4-5 Ιούνη 2011

(ώρες γραφείου)

Σχετική συζήτηση-εκδήλωση

θα γίνει το Σάββατο 4 Ιούνη, στις 8.30 μ.μ., στον ίδιο χώρο.

Σας προσκαλουμε ολεσ & ολουσ!

Η πιο παράφορη ελπίδα μέσα στην πιο βαθια απελπισια

(κείμενο για την εκδήλωση για τα σουρρεαλιστικά εργαλεία επιβίωσης)

«Ποτέ πριν ένα μηδέν

δεν έκρυβε τόση αισιοδοξία»

[διαφημιστικό σλόγκαν της Τράπεζας Πειραιώς]

Οι μηχανές που αναπαράγουν το εκμηδενισμένο Πραγματικό δουλεύουν ασταμάτητα: μας νανουρίζουν τις νύχτες, μας τραγουδούν όταν ο ήλιος ανατέλλει, μας δονούν όταν ο ήλιος μεσουρανεί, μας βυθίζουν στη θάλασσα των μπλεγμένων καλωδίων τους όταν και πάλι σουρουπώνει. Η αντικειμενική πραγματικότητα δεν είναι πια μονάχα φτωχή, ανεπαρκής, «λιγοστή», όπως κάποτε έγραφε ο André Breton. Τείνει να γίνει κυριολεκτικά εφιαλτική: μια θεατρική σκηνή όπου κάθε δευτερόλεπτο ένας δαιμόνιος υποβολέας ανακοινώνει την επόμενη καταστροφή, παρουσιάζοντάς την ως αναγκαία εξέλιξη σε μια πλοκή που έχει τόσο νόημα όσο και ένας ισολογισμός μιας εταιρείας υπό εκκαθάριση. Δεν υπάρχει ορίζοντας, αυτό μας διαβεβαιώνουν διαρκώς τα μικρόφωνα, οι επιφυλλίδες, οι ψίθυροι, τα επίσημα ανακοινωθέντα, ούτε πίσω μας ούτε μπροστά μας. Το παρελθόν παρουσιάζεται ως ένα επαναλαμβανόμενο μοιραίο σφάλμα. Το μέλλον ως μια επιβεβλημένη προέκταση, χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση, ενός παρόντος ελεγχόμενου, με καθορισμένους μάλιστα δείκτες επίτευξης μιας καθολικής προσαρμογής. Το αιώνιο παρόν εκρήγνυται στις φωτοδιόδους της οθόνης.

Σε μια τέτοια δυστοπική πραγματικότητα, όπου φαίνεται να μην έχει απομείνει ούτε μια οπή στον καθρέφτη του παρόντος ώστε να εισέλθουν οι σπινθήρες από την αμφίρροπη εκτύλιξη του μέλλοντος, η ζωή εκπίπτει σε αγώνα για επιβίωση. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να ξυπνήσουμε το επόμενο πρωί, να φτιάξουμε τα απαραίτητα εκείνα εργαλεία που θα μας εξασφαλίσουν άλλη μια μέρα, άλλον ένα μήνα, άλλη μια χρονιά. Οι μηχανές της πολιτικής οικονομίας μεριμνούν, άλλωστε, και γι’ αυτό το πρόβλημα «διαχείρισης ανθρώπινων πόρων», που κατά τα λοιπά εξειδικεύεται στην προσωπική βουβή απόγνωση. Η διαιτητική της καθυπόταξης του σώματος στο ρυθμό της αποδοτικής του χρήσης περιλαμβάνει μια σειρά από τεχνικές προσωρινής λήθης, ωριαίας αναψυχής, ημερήσιας αναζωογόνησης, και νυχτερινής διάχυσης στο απαστράπτον Μηδέν της «εξόδου με παρέα» χωρίς έξοδο και χωρίς συντρόφους, της πυρετώδους φυγής προς τα neon σπλάχνα του ολοσχερώς εμπορευματοποιημένου κόσμου. Μεθοδική υπαγωγή της ζωής στη σχέση-κεφάλαιο: το life-style που χωράει μια απειρία life-styles, που αποτελεί, κυριολεκτικά, την τελευταία λέξη όλων των δυνατών life-styles, όλων όσων υπάρχουν κι όσων μπορούν να επινοηθούν. Άλλοτε οι φιλόσοφοι πάσχιζαν να υποδείξουν τα κατάλληλα μέσα για να τελεσφορήσει η επιμέλεια του εαυτού. Τώρα, οι διαφημιστές προτείνουν εύκαιρες λύσεις για να ανανεωθεί η κατανάλωση του εαυτού, η ταυτοποίηση κάθε ανεπανάληπτου στη μοναδικότητά του όντος ως κοινού στη μηδαμινότητά του φορέα αγοραστικής δύναμης και παράγοντα πολλαπλασιασμού του κεφαλαίου, της συσσωρεύσιμης απονεκρωμένης εργασίας. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι οι διαφημιστές δεν ψεύδονται. Λένε την αλήθεια: ο γυμνός βασιλιάς χορεύει χαρωπός ανάμεσα στα πτώματα, γιατί όλα τα βλέμματα έχουν πράγματι πέσει πάνω του, αλλά σχεδόν κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν σηκώνεται να φύγει απ’ αυτήν την αποτρόπαιη τελετουργία, γιατί σχεδόν κανένας δεν ελπίζει ότι κάτι άλλο μπορεί όντως να υπάρξει, πέρα από τον αιματηρό χορό του βασιλιά και την κατάφωρη γύμνια του.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους σε περίοδο κρίσης παρέχονται, επίσης, και από πνευματικούς ταγούς και καλλιτέχνες, συχνά και ως έκφραση μιζεραμπιλισμού. Μπορεί η εικαστική φαντασία να λειτουργήσει ως αντίδοτο στο καθημερινό δηλητήριο; Να αποκαλύψει αχτίδες φωτός εκεί όπου όλα μοιάζουν να κατακρημνίζονται στο αδιαπέραστο σκοτάδι των δεικτών της δημοσιονομικής σταθερότητας; Κι αν το δούμε από μιαν άλλη μεριά, και δη εκείνη που σήμερα καλύπτει όλες τις άλλες, το να ζωγραφίζουμε, να ασκούμε τη φαντασία μας, να ονειρευόμαστε, να επιθυμούμε αντικείμενα που δεν υπάρχουν, όλα αυτά δεν είναι ασυγχώρητη πολυτέλεια σε τέτοιους καιρούς; Ο κυρίαρχος κυνισμός μπορεί να δείξει συγκατάβαση σε διαβήματα αυτού του είδους, αρκεί να πρόκειται για καλλιτέχνες και για εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται στα οριοθετημένα χωρικά ύδατα της τέχνης ως διαχωρισμένης σφαίρας του δημόσιου βίου, ή ακριβέστερα ως επιμέρους κλάδου της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Εντός των ορίων αυτής της σφαίρας, η επιβίωση μπορεί μονάχα να τεθεί είτε ως ιδεατή φυγή που σβήνει με αλάτι τη δίψα για μια πραγματική έξοδο απ’ το υπάρχον, είτε ως παραδοχή, αισθητική κατάφαση της τωρινής εξαθλίωσης. Θα ήταν οπωσδήποτε άδικο να υποτιμήσουμε τη σημασία της δημιουργικής φαντασίας, ακόμα κι αν αυτή εγκλωβίζεται στα όρια της παραγωγής αισθητικών μορφών. Είναι, όμως, κρίσιμο να επιμείνουμε στον κόμπο που εδώ πρέπει να κοπεί: όσο η αντικειμενική πραγματικότητα δεν αμφισβητείται ριζικά, δεν τοποθετείται κάτω από την αιχμή της επίκαιρης κριτικής ως αυτό που είναι, ως μηδαμινή, κάθε πρόταση επιβίωσης θα καταλήγει να μην είναι παρά στρατήγημα επανένταξης σε έναν κόσμο που συντρίβει, ελέγχει και καθυποτάσσει την ίδια τη ζωή.

Ο σουρρεαλισμός, η μεθοδική και συλλογική αναζήτηση του Υπερπραγματικού, του πεδίου, δηλαδή, των πραγματικών δυνατοτήτων που έχουν απωθηθεί ή δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί, λανθάνοντας στα βάθη της βιωμένης εμπειρίας, ήταν απ’ την αρχή, και εξακολουθεί να είναι, ένα διεθνές κίνημα για την αλλαγή του κόσμου και την αλλαγή της ζωής. Πάντοτε επιδίωκε, κινητοποιώντας το συμβολικό τροχό του, να διανοίξει χώρο για την άρνηση αυτού του κόσμου και αυτής της ζωής, για τη συστηματική υπονόμευση κάθε οριστικού «έτσι είναι» που καθηλώνει τα ανθρώπινα όντα στο παρόν της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Ο διεθνής του χαρακτήρας ήταν και είναι κρίσιμος ακριβώς γιατί δεν μπορούσε να μείνει άθικτη η ίδια η υπάρχουσα κοινωνική παραγωγή του χρόνου και του χώρου που περιορίζει τη βιωμένη εμπειρία στην ιστορικότητα του έθνους και στις περιφράξεις του κράτους. Ο κινηματικός του χαρακτήρας ήταν και είναι απαραίτητος ώστε η συλλογική δράση να κατατείνει στην έμπρακτη αμφισβήτηση όλων εκείνων των διαχωρισμών που αναπαράγουν τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις ως τις μόνες νοητές ανθρώπινες σχέσεις και τις «καλύτερες δυνατές»: πάνω απ’ όλα το διαχωρισμό μεταξύ των παραγωγών και των καταναλωτών των μορφών της υποκειμενικής δημιουργικής έκφρασης. Φέροντας ανεξίτηλο το στίγμα της εποχής που τον γέννησε, της φρίκης στα χαρακώματα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και της ελπίδας στα οδοφράγματα της Πετρούπολης και του Βερολίνου, ο σουρρεαλισμός δεν έπαψε ποτέ, ακόμα και σε εποχές σχετικής νηνεμίας και οικονομικής άνθισης, να καταδεικνύει την ένδεια, την ασημαντότητα, και ταυτόχρονα την καταστροφική δυναμική, της αντικειμενικής πραγματικότητας υπό τη σχέση-κεφάλαιο. Όχι για να προκρίνει μιαν άκριτη απομάκρυνση στο Ιδεατό, ούτε για να ενισχύσει ένα αίσθημα αποστροφής προς τα εγκόσμια και τη συνακόλουθη τάση απομόνωσης στα άδυτα του καθαρού Εγώ. Ούτε μεσσιανισμός ούτε ασκητισμός: η δράση των ανά τον κόσμο σουρρεαλιστικών ομάδων είναι μια συμβολή στην παγκόσμια κοινωνική επανάσταση, στην ανάδυση του κόσμου-που-μένει-να-έλθει, της ζωής που αγωνίζεται να χειραφετηθεί. Και η ζωή, ακόμα και σήμερα, όταν η αντικειμενική πραγματικότητα δομείται όπως ένας εφιάλτης, συνεχίζει να αγωνίζεται να χειραφετηθεί. Η ζωή είναι αλλού: στους δρόμους του κοινού αγώνα, όπου κανένα χυμένο αίμα δεν στεγνώνει αδιάφορα, στα παράθυρα που ενάντια σε κάθε προγνωστικό επιμένουμε να ανοίγουμε, στις πράξεις καθημερινής ανυπακοής ή αλληλεγγύης, στις απρόβλεπτες συναντήσεις, στην παραφορά του έρωτα ή στις εκλάμψεις του ανελέητου, μαύρου χιούμορ, όταν ο καθρέφτης του παρόντος ραγίζει, και είναι αναπόφευκτο να ραγίσει, γιατί το παρόν υπονομεύεται, και μάλιστα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, από τις ίδιες τις αντιφάσεις και τον παραλογισμό που το γέννησε.

Από μια τέτοια προοπτική θέση, η επιβίωση δεν μπορεί να εκληφθεί ως διάσωση της ύπαρξης υπό τις παρούσες συνθήκες, πολλώ δε μάλλον ως ανάκαμψη στη ζωή όπως ήταν πριν ξεσπάσει ανοιχτά η κρίση. Το να επιβιώσουμε σημαίνει να ζήσουμε αλλιώς, να χαράξουμε οδούς εκφυγής απ’ το υπάρχον. Αν σήμερα το αφήγημα της καπιταλιστικής προόδου καταρρέει, συμπαρασύροντας την αίσθηση ασφάλειας που όσοι και όσες έτυχε να ζούμε σε «ζώνες ευμάρειας» στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες τρέφαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια για την εξέλιξη του βίου μας, εμείς πρέπει να επινοήσουμε ένα αφήγημα εξόδου από την καπιταλιστική βαρβαρότητα που τώρα εκτίθεται γυμνή μπροστά μας, δίπλα μας, γύρω μας, παντού, από την Φουκουσίμα ως το Ουισκόνσιν. Αν η εργασία αποκτά χωρίς προσχήματα τη μορφή μιας στυγνής υποδούλωσης, αν η κυριαρχία του κεφαλαίου εκδηλώνεται, όπως πράγματι είναι, ως κυριαρχία της νεκρής, αντικειμενοποιημένης, συσσωρευμένης εργασίας επί της ζωντανής εργασίας, επί της δημιουργικότητας, δηλαδή, των εργαζόμενων σωμάτων, εμείς πρέπει να διεκδικήσουμε την εργασία ως παιχνίδι, δοκιμάζοντας να ασκήσουμε και να οξύνουμε την ικανότητά μας να μετασχηματίζουμε τα αντικείμενα με τα οποία σχετιζόμαστε σε ιερογλυφικά της επιθυμίας. Αν η οικονομία, αντί να είναι ένα φιλόξενο γήπεδο πολλαπλών ευκαιριών όπως τόσα χρόνια ισχυρίζονταν οι πρόμαχοι της επιχειρηματικότητας, γίνεται πεδίο βολής, εμείς πρέπει να επιδείξουμε ακόμα πιο σοβαρά συμπτώματα αντιπαραγωγικής, με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, συμπεριφοράς, να αποδυθούμε σε εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης της καθημερινής ζωής, προαναγγέλλοντας τη μέλλουσα κοινότητα των αυτόνομων ανθρώπινων όντων, αποδεικνύοντας ότι η δυνατότητά της είναι πραγματική. Αν σήμερα η τέχνη μοιάζει να είναι πολυτέλεια των αφεντικών και εξαγοράσιμο διάλειμμα, πριν και μετά τις διαφημίσεις, των προλεταρίων, εμείς πρέπει να φέρουμε στο φως τα πιο παράδοξα δείγματα της μαγικής τέχνης, μιας τέχνης ανταγωνιστικής στην πολιτισμική βιομηχανία, που δεν αποκόπτεται από τη ρέουσα ολότητα της ζωής, που αποτυπώνει, πυροδοτεί, εκλύει τη δημιουργικότητα της ζωντανής εργασίας πέρα από ηθικές η αισθητικές προκαταλήψεις, χωρίς ποτέ να καταντά πιόνι αξιοποιήσιμο σε πολιτικούς ή οικονομικούς σχεδιασμούς. Αν τα μεγέθη στα οποία ανάγεται κάθε κοινωνική δραστηριότητα δεν βγαίνουν, εμείς πρέπει να πετάξουμε τους ισολογισμούς στα σκουπίδια, να υπερασπιστούμε και να αναπτύξουμε περαιτέρω κάθε δραστηριότητα που παραβιάζει την αρχή της αποδοτικότητας, και αντίθετα ενισχύει την ευχέρειά μας να ερωτευόμαστε, να ονειρευόμαστε, να εμμένουμε σε ό,τι μας έλκει, να αφήνουμε το σώμα μας να περισπάται και να ανακαλύπτει έτσι τις δυνατότητές του. Το να σωθούμε από την καταστροφή προϋποθέτει να μην αφήσουμε τις κοινωνικές εκείνες σχέσεις που αναπαράγουν την καταστροφή ως κανονικότητα να σωθούν.

Στη συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε δεν λείπουν οι αντιστάσεις. Μοιάζει όμως να λείπει, ή να είναι προς το παρόν δραματικά ανίσχυρη, η ελπίδα για μιαν άλλη ζωή. Οι «σουρρεαλιστικές εργαλειοθήκες επιβίωσης», για τις οποίες μίλησε πρώτη πριν από δυο περίπου δεκαετίες οι Leonora Carrington, στις συζητήσεις της με την Penelope Rosemont, έχουν ως στόχο την αναζωπύρωση αυτής της ελπίδας: «να αντισταθμίσουν τα καταστροφικά συμβάντα της καθημερινής ζωής, να μας σώσουν στους πιο δύσκολους καιρούς, να αφυπνίσουν και πάλι μέσα μας την αίσθηση του θαυμαστού και να ανανεώσουν την ικανότητά μας για ονειροπόληση και εξέγερση»[1]. Πρόκειται για συλλογές ποιητικών, μαγικών, ονειρικών αντικειμένων που λειτουργούν συμβολικά, ως δείκτες της ικανότητάς μας να υπερβαίνουμε τα όρια της ατομικής μας υπόστασης στην κατεύθυνση μιας καθολικής χειραφέτησης. Η παραγωγή τέτοιων «εργαλειοθηκών» δεν αποτελεί, ασφαλώς, μια πρόταση ανταγωνιστική σε άλλες, πιο παραδοσιακές, μορφές ανάπτυξης της επαναστατικής συνείδησης. Δεν είναι ούτε η μόνη, ούτε η κύρια, οδός για την επανεφεύρεση της ελπίδας. Οι κοινωνικοί αγώνες που σήμερα διεξάγονται, οι νικηφόρες εξεγέρσεις, που ήδη ανάγκασαν ισόβιους προέδρους να μπουν στο ελικόπτερο, είναι τα συμβάντα που προπάντων θα μας κάνουν να ορίσουμε εκ νέου τι μπορούμε και τι αξίζει να ελπίσουμε. Η εμπλοκή στη σουρρεαλιστική περιπέτεια δεν υπόσχεται τίποτα παραπάνω από τη ριζοσπαστικοποίηση του υποκειμενικού δυναμικού για επανάσταση, ενεργοποιώντας την πολλαπλότητα των ανθρώπινων αισθητικών, νοητικών και συγκινησιακών δυνάμεων για την αλλαγή του κόσμου και της ζωής συνδυάζοντας την έξαρση του συλλογικού αγώνα με τους κλονισμούς που καθένας και καθεμιά μας βιώνει όταν εγκαταλείπεται στις δικές του/της αβύσσους.



[1] Penelope Rosemont, “A Revolution in the Way We Think and Feel – Conversations with Leonora Carrington”, in Ron Sakolsky (ed.), Surrealist Subversions: Rants, Writings and Images by the Surrealist Movement in the United States, New York: Autonomedia, 2002, pp. 184-190.